Φραστική έκφραση (idiomatic expression).
/biː ɪn kənˈtroʊl/
Η φράση "be in control" σημαίνει ότι κάποιος έχει την εξουσία ή την ικανότητα να επηρεάσει ή να διευθύνει μια κατάσταση ή μια αλληλεπίδραση. Χρησιμοποιείται συχνά όταν αναφερόμαστε στο γεγονός ότι κάποιος είναι ικανός να διαχειριστεί τις περιστάσεις ή τις συναισθηματικές καταστάσεις του.
Η φράση αυτή χρησιμοποιείται συχνά τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και η χρήση της είναι πιο συχνή σε καθημερινές και ανεπίσημες συζητήσεις.
"Χρειάζομαι να έχω τον έλεγχο των οικονομικών μου."
"When the meeting started to go off track, she decided to be in control."
"Όταν η συνάντηση άρχισε να βγαίνει εκτός τροχιάς, εκείνη αποφάσισε να έχει τον έλεγχο."
"In a crisis, it's important to be in control of your emotions."
Η φράση "be in control" μπορεί να συναντηθεί και σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις, όπως:
"Να έχω τον έλεγχο της κατάστασης."
"He is always in control of his team."
"Αυτός έχει πάντα τον έλεγχο της ομάδας του."
"She feels more confident when she is in control."
"Αισθάνεται πιο σίγουρη όταν έχει τον έλεγχο."
"You need to be in control of your reactions."
"Πρέπει να είσαι υπό έλεγχο των αντιδράσεών σου."
"Being in control doesn't mean being bossy."
Η λέξη "control" προέρχεται από την λατινική λέξη "comprehendere," που σημαίνει "να περιλαμβάνει» και «να κατανοεί». Το "be" προέρχεται από την Αγγλοσαξωνική γλώσσα, όπου δηλώνει την ύπαρξη ή κατάσταση.
Συνώνυμα: - Manage - Govern - Direct
Αντώνυμα: - Lose control - Be out of control - Surrender
Αυτή η φράση είναι ένας σημαντικός τρόπος να εκφραστεί το συναίσθημα του ελέγχου και της αυτοπεποίθησης σε διάφορες καταστάσεις στη ζωή.