Ρήμα
/bɪˈtʃoʊmɪŋ/
Η λέξη "beachcombing" αναφέρεται στην πρακτική του να ψάχνεις στην παραλία για αντικείμενα, όπως κοχύλια, θαλάσσια αστέρια ή άλλα θαλάσσια απορρίμματα, που μπορεί να είναι ενδιαφέροντα ή χρήσιμα. Χρησιμοποιείται κυρίως σε παραλιακές περιοχές και υποδηλώνει μια ευχάριστη εμπειρία και συνήθως σχετίζεται με την αναψυχή. Η χρήση της είναι πιο συχνή στη σύγχρονη προφορική γλώσσα, αλλά μπορεί να εμφανιστεί και σε γραπτές μορφές.
I enjoy beachcombing every weekend when the weather is nice.
(Απολαμβάνω το beachcombing κάθε Σαββατοκύριακο όταν ο καιρός είναι καλός.)
She found some beautiful shells while beachcombing along the shore.
(Βρήκε μερικά όμορφα κοχύλια ενώ έκανε beachcombing κατά μήκος της ακτής.)
Beachcombing can be a relaxing way to spend the day.
(Το beachcombing μπορεί να είναι ένας χαλαρωτικός τρόπος να περάσετε την ημέρα.)
"Beachcomber's treasure"
Often, beachcombers find items that are considered treasures, like rare shells.
(Συχνά, οι beachcombers βρίσκουν αντικείμενα που θεωρούνται θησαυροί, όπως σπάνια κοχύλια.)
"Go beachcombing"
Many families love to go beachcombing during their vacations.
(Πολλές οικογένειες αγαπούν να πηγαίνουν για beachcombing κατά τη διάρκεια των διακοπών τους.)
"The joy of beachcombing"
There is a unique joy that comes with beachcombing and discovering new finds.
(Υπάρχει μια μοναδική χαρά που προέρχεται από το beachcombing και την ανακάλυψη νέων ευρημάτων.)
Η λέξη "beachcombing" προέρχεται από τη σύνθεση των λέξεων "beach" (παραλία) και "comb" (χτένισμα ή φιλτράρισμα). Αρχικά, η λέξη "comb" χρησιμοποιούνταν για να περιγράψει την ενέργεια του χτενίσματος ή της αναζήτησης που θυμίζει το χτένισμα της άμμου.
Συνώνυμα: beach walking, shell collecting
Αντώνυμα: ignoring the beach, staying indoors