Beam forming είναι ένας όρος που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό στον τομέα της τεχνολογίας.
/biːm ˈfɔːrmɪŋ/
Ο όρος "beam forming" αναφέρεται σε μια τεχνική που χρησιμοποιείται στην επικοινωνία και την παροχή υπηρεσιών, κυρίως σε συστήματα ραδιοφώνου και τηλέφωνου, για τη βελτίωση της ποιότητας του σήματος μέσω της κλασικής ή ψηφιακής κατεύθυνσης. Αυτή η τεχνική επιτρέπει την εστίαση σε έναν συγκεκριμένο δέκτη για τη μετάδοση πληροφοριών, μειώνοντας την παρεμβολή από άλλες πηγές.
Η χρήση του "beam forming" είναι συχνή στον γραπτό λόγο, κυρίως σε τεχνικά και επιστημονικά κείμενα. Ωστόσο, με την αύξηση της νέας τεχνολογίας, γίνεται ολοένα και πιο συνηθισμένο και στον προφορικό λόγο.
"Οι μηχανικοί χρησιμοποίησαν το σχηματισμό ακτίνας για να ενισχύσουν την ποιότητα σήματος στο νέο επικοινωνιακό σύστημα."
"Beam forming technology has revolutionized the way we see wireless communication."
Ο όρος "beam forming" χρησιμοποιείται κυρίως στον τεχνικό τομέα χωρίς να έχει πολλές ιδιωματικές εκφράσεις. Παρόλα αυτά, υπάρχουν ορισμένες φράσεις που συνδέονται με την τεχνολογία:
"Με τον σχηματισμό δέσμης σε εφαρμογή, η αξιοπιστία του δικτύου αυξήθηκε δραματικά."
"Engineers are exploring new ways to implement beam forming in smart devices."
"Οι μηχανικοί διερευνούν νέους τρόπους να εφαρμόσουν το σχηματισμό δέσμης σε έξυπνες συσκευές."
"Successful beam forming can lead to a significant reduction in interference."
Ο όρος "beam" προέρχεται από την Παλαιά Αγγλική λέξη "beam" που σημαίνει "δρόμος" ή "δείκτης", σχετίζεται με την έννοια της κατεύθυνσης. Η λέξη "forming" προέρχεται από το ρήμα "form", που σημαίνει «σχηματίζω» και εξελίσσεται από τη Λατινική "formare".
Συνώνυμα: - Signal shaping (σχηματισμός σήματος) - Directional transmission (κατευθυντική μετάδοση)
Αντώνυμα: - Omnidirectional (παντεύθυνση) - Diffused signal (διαχυμένο σήμα)