Beam-compass: Ουσιαστικό
/bim ˈkɒmpəs/
Το beam-compass είναι ένα εργαλείο σχεδίασης που χρησιμοποιείται για την κατασκευή κύκλων με μεγαλύτερη ακτίνα από ότι ο παραδοσιακός διαβήτης. Αποτελείται από δυο ράφια, ένα που κρατά τη μύτη που σχεδιάζει και άλλο ένα που συγκρατεί την ακτίνα. Χρησιμοποιείται κυρίως στη γεωμετρία αρχιτεκτονικής και μηχανικής.
Το beam-compass χρησιμοποιείται σε τεχνικά και ακαδημαϊκά συμφραζόμενα, κυρίως στο σχέδιο και την κατασκευή. Η χρήση του είναι πιο συχνή σε γραπτό πλαίσιο, όπως βιβλία και οδηγίες χρήσης, παρά στον προφορικό λόγο.
Η λέξη δεν είναι ευρέως γνωστή μεταξύ του γενικού κοινού, αλλά χρησιμοποιείται συχνά από επαγγελματίες στον τομέα της αρχιτεκτονικής και του σχεδίου.
Για να δημιουργήσει έναν μεγάλο κύκλο, ο αρχιτέκτονας χρησιμοποίησε έναν διαβήτη με ακτίνα.
The engineer demonstrated how to properly use a beam-compass for precise measurements.
Ο μηχανικός έδειξε πώς να χρησιμοποιεί σωστά ένα διαβήτη με ακτίνα για ακριβείς μετρήσεις.
Using a beam-compass can make your drawing process more efficient.
Η λέξη beam-compass δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να ενσωματωθεί σε ειδικές τεχνικές φράσεις.
"Μάθε να χειρίζεσαι έναν διαβήτη με ακτίνα σαν επαγγελματίας."
"Mastering the beam-compass can enhance your architectural skills."
"Η κυριαρχία στο διαβήτη με ακτίνα μπορεί να βελτιώσει τις αρχιτεκτονικές σου δεξιότητες."
"A beam-compass is essential for creating accurate designs."
Η λέξη beam-compass προέρχεται από την αγγλική γλώσσα, όπου "beam" αναφέρεται σε "ακτίνα" και "compass" σημαίνει "διαβήτης". Ο συνδυασμός αυτών των λέξεων αντιπροσωπεύει την λειτουργία του εργαλείου.
Συνώνυμα: - Radius compass - Circle maker
Αντώνυμα: - Straightedge - Linear measuring tool