Ο συνδυασμός "beam-expanded laser" είναι ένα ουσιαστικό φράση.
/biːm ɪk'spændɪd 'leɪzə/
Ο όρος "beam-expanded laser" αναφέρεται σε μια κατηγορία λέιζερ, στα οποία η δέσμη φωτός έχει επεκταθεί ή διασταλεί πριν διαδοθεί. Αυτό επιτρέπει τη μείωση της πυκνότητας της δέσμης και τη διάδοση της ενέργειας σε μεγαλύτερη περιοχή, καθώς επίσης και τη μείωση της διάσπασης στον αέρα.
Αυτό το είδος λέιζερ χρησιμοποιείται συχνά σε εφαρμογές όπως η κοπή, η συγκόλληση, οι επιθεωρήσεις και άλλες βιομηχανικές διαδικασίες. Είναι πιο συνηθισμένο σε τεχνικό και επιστημονικό συγγραφικό πλαίσιο παρά στον προφορικό λόγο.
Το λέιζερ διευρυμένης δέσμης μπορεί να χρησιμοποιηθεί για ακριβή κοπή υλικών.
Scientists are researching the efficiency of beam-expanded lasers in manufacturing.
Οι επιστήμονες ερευνούν την αποδοτικότητα των λέιζερ διευρυμένης δέσμης στην παραγωγή.
A beam-expanded laser is essential for long-range communication systems.
Ο όρος "beam-expanded laser" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις. Ωστόσο, μπορεί να συνδυαστεί με άλλες περιφράσεις που αφορούν την τεχνολογία και την επιστήμη.
"Η χρήση ενός λέιζερ διευρυμένης δέσμης ενισχύει σημαντικά την ποιότητα των κοπών από λέιζερ."
"The team opted for a beam-expanded laser to achieve a broader distribution of light."
"Η ομάδα επέλεξε ένα λέιζερ διευρυμένης δέσμης για να επιτύχει μια ευρύτερη κατανομή φωτός."
"A beam-expanded laser works best in environments requiring minimal heat generation."
Ο όρος "beam" προέρχεται από την αγγλική λέξη "beam" που σημαίνει "δέσμη", και "expanded" από το ρήμα "expand", που σημαίνει "επεκτείνω". "Laser" είναι ακρωνύμιο της λέξης "Light Amplification by Stimulated Emission of Radiation".
Συνώνυμα: - Expanded beam laser - Wide beam laser
Αντώνυμα: - Focused laser beam - Narrow beam laser