Bearward είναι ουσιαστικό.
/bɛrˌwɔrd/
Η λέξη bearward αναφέρεται σε άτομο που εκτρέπει ή εκπαιδεύει αρκούδες, συνήθως για ψυχαγωγικούς σκοπούς, όπως σε θεάματα ή παραστάσεις. Δεν είναι κοινώς χρησιμοποιούμενη σήμερα, καθιστώντας τη σπάνια και κυρίως ιστορική. Η συχνότητα χρήσης της είναι χαμηλή, και πιθανόν να εμφανίζεται περισσότερο σε γραπτά κείμενα ή ιστορικά έργα παρά στον προφορικό λόγο.
The bearward skillfully trained the bear to perform tricks.
Ο αρκουδίσκος εκπαίδευε δεξιοτεχνικά την αρκούδα να κάνει κόλπα.
In the past, a bearward would travel from village to village with his trained bear.
Στο παρελθόν, ένας αρκουδίσκος θα ταξίδευε από χωριό σε χωριό με την εκπαιδευμένη αρκούδα του.
The decline of bearwards was evident as societal views on animal rights changed.
Η πτώση των αρκουδίσκων ήταν προφανής καθώς οι κοινωνικές αντιλήψεις για τα δικαιώματα των ζώων άλλαξαν.
Η λέξη bearward δεν είναι συνήθως μέρος ιδιωματικών εκφράσεων στην σύγχρονη Αγγλική γλώσσα, ωστόσο, μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε ιστορικά ή λογοτεχνικά συμφραζόμενα:
1. "He lived the life of a bearward, traveling with his bear across the land."
"Ζούσε τη ζωή ενός αρκουδίσκου, ταξιδεύοντας με την αρκούδα του σε όλη τη χώρα."
Η λέξη bearward προέρχεται από την παλιά αγγλική γλώσσα, όπου "bear" σημαίνει αρκούδα και "ward" προέρχεται από τη λέξη "wardian", που σημαίνει αυτός που φροντίζει ή προστατεύει κάτι.
Συνώνυμα: - Animal trainer (ηλεκτρονικά, γενικά)
Αντώνυμα:
- Animal rights advocate (υπερασπιστής δικαιωμάτων των ζώων)
- Animal liberator (απελευθερωτής ζώων)