Η φράση "beat out" λειτουργεί ως ρήμα.
/bit aʊt/
Η φράση "beat out" χρησιμοποιείται στην αγγλική γλώσσα για να δηλώσει την πράξη του να νικάς κάποιον ή κάτι σε έναν ανταγωνισμό ή να εκδιώκεις κάποιον από μια θέση ή κατάσταση. Χρησιμοποιείται συχνά τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, χωρίς ιδιαίτερη προτίμηση σε κάποιο από τα δύο. Η συχνότητα χρήσης είναι μέτρια έως ψηλή, ειδικά σε συμφραζόμενα που αφορούν τον γήινο ανταγωνισμό, τις εκλογές ή τις δουλειές.
Κατάφερε να νικήσει όλους τους αντιπάλους στον αγώνα.
They decided to beat out the other candidates for the job.
Απόφασαν να εκδιώξουν τους άλλους υποψηφίους για τη δουλειά.
She was able to beat out the competition with her innovative approach.
Η φράση "beat out" χρησιμοποιείται και σε ιδιωματικές εκφράσεις, οι οποίες συνήθως αφορούν την επιτυχία και τον ανταγωνισμό:
Εναντίον κάθε προσδοκίας, κατάφερε να ξεπεράσει τις δυσκολίες και να πετύχει.
Beat out of shape:
Πραγματικά εξαντλήθηκε στη διάρκεια του τελευταίου αγώνα μπάσκετ.
Beat someone at their own game:
Η φράση "beat out" προέρχεται από το μεσαιωνικό αγγλικό "beaten" (να κτυπά) σε συνδυασμό με "out," που ενισχύει την ιδέα της επιτυχίας ή της εκδίωξης κάποιου.
Συνώνυμα: - outdo - surpass - outpace
Αντώνυμα: - lose - yield - succumb