Επίθετο / Μετοχή (Past Participle)
/bɪːtən/
Η λέξη "beaten" είναι το παρελθόν της ρήματος "beat". Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που έχει υποστεί βία ή που έχει ηττηθεί. Μπορεί να αναφέρεται σε φυσική βλάβη ή σε μία κατάσταση όπου κάποιος έχει ηττηθεί σε κάποιον άθλημα ή διαγωνισμό.
Η λέξη "beaten" συναντάται συχνά τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και η συχνότητα μπορεί να ποικίλει ανάλογα με το πλαίσιο.
The beaten path led us to the river.
Ο χτυπημένος δρόμος μας οδήγησε στον ποταμό.
He felt beaten after the long competition.
Ένιωθε καταπονημένος μετά τον μακρύ διαγωνισμό.
Η λέξη "beaten" απαντάται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις που σχετίζονται με ήττες ή καταστάσεις υποχώρησης.
Beaten down
He felt beaten down by all the criticism.
Ένιωθε χτυπημένος από όλη την κριτική.
Beaten to a pulp
After the match, he was beaten to a pulp.
Μετά τον αγώνα, ήταν χτυπημένος μέχρις εσχάτων.
Beaten like a drum
They were beaten like a drum in the game.
Χτυπήθηκαν σαν τύμπανο στο παιχνίδι.
Beaten track
We decided to take the beaten track for a safer journey.
Αποφασίσαμε να ακολουθήσουμε τον χτυπημένο δρόμο για μια πιο ασφαλή διαδρομή.
Beaten by time
The old building seemed beaten by time.
Το παλιό κτήριο φάνηκε χτυπημένο από το χρόνο.
Η λέξη "beaten" προέρχεται από την παλιά Αγγλική λέξη "beat" που σημαίνει χτυπώ ή βάλλω. Η ρίζα της λέξης σχετίζεται με την έννοια του χτυπήματος ή του κτυπήματος.
Συνώνυμα:
- defeated (νικημένος)
- struck (χτυπημένος)
- bruised (μελανιασμένος)
Αντώνυμα:
- victorious (νικηφόρος)
- unscathed (αβλαβής)
- unbeaten (αήττητος)
Αυτές οι πληροφορίες καλύπτουν τη λέξη "beaten" σε διάφορες πτυχές και τις χρήσεις της στην αγγλική γλώσσα.