Beautiful είναι επίθετο.
/ˈbjuːtəfəl/
Η λέξη "beautiful" χρησιμοποιείται στη γλώσσα Αγγλικά για να περιγράψει κάτι ή κάποιον που έχει υπέροχη ή ελκυστική εμφάνιση, αλλά μπορεί επίσης να αναφέρεται σε χαρακτηριστικά όπως η ομορφιά της φύσης, του έργου τέχνης, ή ακόμα και η εσωτερική ομορφιά κάποιου ατόμου. Χρησιμοποιείται κυρίως γραπτά, αλλά και στον προφορικό λόγο, με συχνότητα χρήσης να είναι αρκετά υψηλή.
Παραδείγματα προτάσεων:
1. The sunset over the ocean was beautiful.
Ηλιοβασίλεμα πάνω από τον ωκεανό ήταν όμορφο.
She has a beautiful smile that lights up the room.
Έχει ένα όμορφο χαμόγελο που φωτίζει το δωμάτιο.
This painting is considered one of the most beautiful works of art.
Αυτός ο πίνακας θεωρείται ένα από τα πιο όμορφα έργα τέχνης.
Η λέξη "beautiful" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στην Αγγλική γλώσσα.
Ιδιωματικές εκφράσεις με παραδείγματα:
1. A beautiful mind: Refers to someone with great intelligence or creativity.
She is not only talented but also has a beautiful mind.
Είναι όχι μόνο ταλαντούχα αλλά έχει και ωραίο μυαλό.
Beautiful day: Used to describe a particularly pleasant day.
It's such a beautiful day for a picnic in the park.
Είναι μια τόσο όμορφη μέρα για πικ-νικ στο πάρκο.
Beautiful inside and out: Refers to someone who is both physically attractive and has a good character.
She is beautiful inside and out, always helping others.
Είναι όμορφη τόσο εξωτερικά όσο και εσωτερικά, πάντα βοηθάει τους άλλους.
The beauty of nature: Refers to the aesthetic qualities of the natural world.
The beauty of nature is evident in the blooming flowers in spring.
Η ομορφιά της φύσης είναι προφανής στα ανθισμένα λουλούδια την άνοιξη.
Η λέξη "beautiful" προέρχεται από τη μέση Αγγλική λέξη "beauteous," που σημαίνει "όμορφος." Αναγνωρίζεται ότι προέρχεται από τη γαλλική λέξη "beau," που σημαίνει "όμορφος," και αυτή με τη σειρά της προέρχεται από το λατινικό "bellus," επίσης με την ίδια σημασία.
Συνώνυμα: - Gorgeous - Attractive - Lovely
Αντώνυμα: - Ugly - Unattractive - Unpleasant