Ο συνδυασμός λέξεων "beauty spot" λειτουργεί ως ουσιαστικό.
/bjuːti spɒt/
Το "beauty spot" αναφέρεται εργονομικά σε μία μικρή μόρφωση του δέρματος ή έναν κρεατοελιό που θεωρείται ελκυστικός και προσθέτει γοητεία σε κάποιον. Στην ευρύτερη κουλτούρα, αυτή η φράση μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να περιγράψει οποιοδήποτε χαρακτηριστικό που θεωρείται ελκυστικό. Είναι πιο συνηθισμένο στο γραπτό κείμενο και χρησιμοποιείται ως περιγραφή στην τέχνη, τη μόδα και την ομορφιά.
She has a beautiful beauty spot on her cheek.
(Έχει ένα όμορφο σημείο ομορφιάς στο μάγουλό της.)
Many celebrities have beauty spots that add to their charm.
(Πολλές διασημότητες έχουν σημεία ομορφιάς που προσθέτουν στη γοητεία τους.)
Η φράση "beauty spot" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις ή φράσεις:
"Beauty is in the eye of the beholder, but she loves her beauty spot."
(Η ομορφιά είναι στα μάτια του θεατή, αλλά αυτή αγαπά το σημείο ομορφιάς της.)
"Her beauty spot makes her unique among her friends."
(Το σημείο ομορφιάς της την κάνει μοναδική ανάμεσα στους φίλους της.)
"A beauty spot can sometimes be seen as a flaw, but it adds character."
(Ένα σημείο ομορφιάς μπορεί μερικές φορές να θεωρηθεί ελάττωμα, αλλά προσθέτει χαρακτήρα.)
"He told her that her beauty spot was what made her beautiful."
(Της είπε ότι το σημείο ομορφιάς της ήταν αυτό που την έκανε όμορφη.)
"Many people have beauty spots that they see as their trademark."
(Πολλοί άνθρωποι έχουν σημεία ομορφιάς που θεωρούν σήμα κατατεθέν τους.)
"In art, a beauty spot can symbolize uniqueness and beauty."
(Στην τέχνη, ένα σημείο ομορφιάς μπορεί να συμβολίζει τη μοναδικότητα και την ομορφιά.)
Η φράση "beauty spot" προέρχεται από την αλληλεπίδραση των λέξεων "beauty" (ομορφιά) και "spot" (σημείο). Χρησιμοποιείται για πρώτη φορά στον 18ο αιώνα, όταν οι μόδες της εποχής περιλάμβαναν τη χρήση κρεατοελιών ή τεχνητών σημείων για να προσθέσουν γοητεία και ομορφιά.