Bedew είναι ρήμα.
/bɪˈdjuː/
Το ρήμα "bedew" αναφέρεται στην πράξη του να υγραίνεις ή να καλύπτεις κάτι με νερό, συνήθως με τη μορφή δροσιάς. Στη γλώσσα Αγγλικά, χρησιμοποιείται κυρίως σε γραπτά κείμενα και πιο σπάνια στον καθημερινό προφορικό λόγο. Η συχνότητα χρήσης του δεν είναι υψηλή, καθώς πρόκειται για έναν όρο που σπανίως χρησιμοποιείται στην κοινή καθημερινότητα.
Η πρωινή δροσιά άρχισε να βρέχει το γρασίδι.
The leaves were bedewed with droplets after the rain.
Τα φύλλα είχαν υγρανθεί με σταγόνες μετά τη βροχή.
As the sun rose, it quickly dried up the bedewed flowers.
Η λέξη "bedew" δεν είναι ευρέως διαδεδομένη σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να σχετίζεται με την έννοια της φρεσκάδας ή της υγρασίας. Ωστόσο, θα παραθέσουμε κάποιες προτάσεις όπου χρησιμοποιείται παρόμοια έννοια:
Ο νυχτερινός αέρας βρέχει τον κήπο, κάνοντάς τον να ζωντανεύει την αυγή.
The mist on the lake seemed to bedew everything in its path.
Η ομίχλη στη λίμνη φαινόταν να βρέχει τα πάντα στο πέρασμά της.
Memories of childhood bedew my heart with nostalgia.
Η λέξη "bedew" προέρχεται από την παλιά αγγλική γλώσσα "bedewen", που έχει ρίζες στο "be-" (προθέση που σημαίνει "για") και "dew" (δροσιά).
Συνώνυμα: - Moisturize - Dew - Water
Αντώνυμα: - Dry - Dehydrate - Parched
Αυτή η ανάλυση της λέξης "bedew" καλύπτει τις βασικές πτυχές της, όπως η σημασία της, η χρήση της και η σχέση της με άλλες λέξεις.