Beef: ουσιαστικό
[biːf]
Η λέξη "beef" αναφέρεται κυρίως στο βοδινό κρέας, που προέρχεται από τα βοοειδή. Στην καθημερινή χρήση της αγγλικής γλώσσας, μπορεί επίσης να αναφέρεται σε αντιπαράθεση ή διαφωνία, συνήθως με μια φιλική ή λιγότερο σοβαρή διάθεση. Η χρήση της είναι πιο συχνή στον προφορικό λόγο, αλλά μπορεί να εμφανίζεται και σε γραπτές μορφές.
I would like to order a steak made from beef.
(Θα ήθελα να παραγγείλω μια μπριζόλα από βοδινό κρέας.)
They always argue about their beef with each other.
(Πάντα τσακώνονται για τις διαφορές τους.)
Η λέξη "beef" χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, κυρίως για να περιγράψει διαφωνίες ή προβλήματα.
What's your beef with him?
(Ποιο είναι το πρόβλημά σου μαζί του;)
I have no beef with you; I just want to help.
(Δεν έχω κανένα πρόβλημα μαζί σου; Απλώς θέλω να βοηθήσω.)
She aired her beef about the project in the meeting.
(Ανέφερε το πρόβλημά της σχετικά με το έργο στη συνάντηση.)
He has a beef with the way they treat employees.
(Έχει ένα πρόβλημα με τον τρόπο που αντιμετωπίζουν τους υπαλλήλους.)
Let’s settle our beef like adults.
(Ας επιλύσουμε τις διαφορές μας σαν ενήλικες.)
Η λέξη "beef" προέρχεται από τη γαλλική λέξη "boef", που σημαίνει "βόειο κρέας", και έχει τις ρίζες της στην λατινική λέξη "bovem" που σημαίνει "βόδι".
Συνώνυμα: - Meat (κρέας) - Steak (μπριζόλα)
Αντώνυμα: - Poultry (πουλερικά) - Fish (ψάρι)