beekeeping - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

beekeeping (αγγλικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

beekeeping: ουσιαστικό

Φωνητική μεταγραφή

[bikˈkipɪŋ]

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "beekeeping" αναφέρεται στην πρακτική της εκτροφής και διαχείρισης μελισσών, συνήθως για την παραγωγή μελιού, κεριού και άλλων προϊόντων που σχετίζονται με τις μέλισσες. Η μελισσοκομία περιλαμβάνει τις διαδικασίες της φροντίδας, της συντήρησης και της αναπαραγωγής των μελισσών.

Αυτή η λέξη χρησιμοποιείται κυρίως στο γραπτό πλαίσιο, αλλά έχει και προφορική χρήση σε συζητήσεις για τη γεωργία και την οικολογία.

Παραδειγματικές προτάσεις

  1. Beekeeping requires a lot of dedication and knowledge.
    Η μελισσοκομία απαιτεί πολύ αφοσίωση και γνώση.

  2. Many farmers are starting beekeeping to help with pollination.
    Πολλοί γεωργοί αρχίζουν τη μελισσοκομία για να βοηθήσουν στην επικονίαση.

  3. She took a course on beekeeping to understand the best practices.
    Πήρε ένα μάθημα για τη μελισσοκομία για να κατανοήσει τις καλύτερες πρακτικές.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Δεν υπάρχουν πολλές καθιερωμένες ιδιωματικές εκφράσεις που περιλαμβάνουν τη λέξη "beekeeping", αλλά μπορεί να δημιουργηθούν προτάσεις γύρω από τη δραστηριότητα.

  1. He’s all abuzz about beekeeping this summer.
    Είναι πολύ ενθουσιασμένος για τη μελισσοκομία αυτό το καλοκαίρι.

  2. Her passion for beekeeping brings sweetness to her life.
    Το πάθος της για τη μελισσοκομία φέρνει γλυκύτητα στη ζωή της.

  3. Beekeeping can be challenging, yet rewarding.
    Η μελισσοκομία μπορεί να είναι προκλητική, αλλά και ανταποδοτική.

  4. He dove into beekeeping as a hobby during the lockdown.
    Βυθίστηκε στη μελισσοκομία ως χόμπι κατά τη διάρκεια της καραντίνας.

  5. The community supports local beekeeping to promote biodiversity.
    Η κοινότητα υποστηρίζει τη τοπική μελισσοκομία για να προάγει τη βιοποικιλότητα.

Ετυμολογία

Η λέξη "beekeeping" προέρχεται από τις αγγλικές λέξεις "bee" (μέλισσα) και "keeping" (διατήρηση, εκτροφής). Χρησιμοποιείται από τον 18ο αιώνα και έχει εξελιχθεί καθώς η πρακτική της μελισσοκομίας έχει αποκτήσει μεγαλύτερη σημασία.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Apiary management - Honey farming

Αντώνυμα: - (δεν υπάρχουν ουσιαστικά αντώνυμα, αρνητικά ή ανεπίσημα μπορεί να θεωρηθεί η έννοια της "μη μελισσοκομίας")
- Neglect of bees

Με αυτές τις πληροφορίες, η έννοια του "beekeeping" μπορεί να κατανοηθεί σε βάθος, μαζί με τις προεκτάσεις της και τις χρήσεις της στη γλώσσα.



25-07-2024