Ρήμα (Noun)
/bɪˈɡɪnər/
Η λέξη "beginner" χρησιμοποιείται για να περιγράψει ένα άτομο που μόλις αρχίζει να μαθαίνει κάτι ή που έχει περιορισμένη εμπειρία και γνώση σε μια συγκεκριμένη δραστηριότητα ή τομέα. Η χρήση της λέξης είναι συχνή και μπορεί να βρεθεί τόσο στον προφορικό λόγο όσο και σε γραπτό κείμενο, αλλά επαναλαμβάνεται περισσότερο σε εκπαιδευτικά ή οδηγικά συμφραζόμενα.
"As a beginner, you should take your time to learn the basics."
"Ως αρχάριος, θα πρέπει να πάρετε το χρόνο σας για να μάθετε τα βασικά."
"Many beginners find it difficult to grasp advanced concepts."
"Πολλοί αρχάριοι δυσκολεύονται να κατανοήσουν τις προχωρημένες έννοιες."
"The course is designed for beginners who have no prior experience."
"Το μάθημα είναι σχεδιασμένο για αρχάριους που δεν έχουν προηγούμενη εμπειρία."
Η λέξη "beginner" χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις, συνήθως αναφερόμενη σε άτομα που είναι νέοι σε μια δραστηριότητα.
"Don’t worry, every expert was once a beginner."
"Μην ανησυχείς, κάθε ειδικός ήταν κάποτε αρχάριος."
"He’s a beginner at this sport, but he’s making great progress."
"Είναι αρχάριος σε αυτό το άθλημα, αλλά κάνει μεγάλη πρόοδο."
"Learning from a beginner's mistakes can be very valuable."
"Η μάθηση από τα λάθη ενός αρχάριου μπορεί να είναι πολύ χρήσιμη."
"This guide is perfect for beginners who want to start their journey."
"Αυτός ο οδηγός είναι ιδανικός για αρχάριους που θέλουν να ξεκινήσουν το ταξίδι τους."
"I remember when I was a beginner; it was challenging but worth it."
"Θυμάμαι όταν ήμουν αρχάριος; Ήταν προκλητικό αλλά άξιζε."
"Being a beginner means you have room to grow and improve."
"Ως αρχάριος, έχετε περιθώρια να αναπτυχθείτε και να βελτιωθείτε."
"A beginner's mind is essential for learning new skills."
"Το μυαλό ενός αρχάριου είναι απαραίτητο για να μάθετε νέες δεξιότητες."
Η λέξη "beginner" προέρχεται από το ρήμα "begin" (να αρχίσω), το οποίο προέρχεται από το πρώιμο αγγλικό "beginnen". Η προσθήκη του επιθήματος "-er" προσδιορίζει ένα άτομο που εκτελεί την ενέργεια του ρήματος, δηλαδή το άτομο που αρχίζει κάτι.
Συνώνυμα: - novice - newcomer - amateur
Αντώνυμα: - expert - veteran - professional