Ορος: Ουσιαστικό
/bɪˈgɪnɪŋ ɪnˈvɛntɔːri/
Beginning inventory (αρχικό απόθεμα) αναφέρεται στην ποσότητα των προϊόντων ή υλικών που υπάρχουν σε ένα απόθεμα στην αρχή μιας χρονικής περιόδου ή ενός λογιστικού κύκλου. Είναι ουσιαστική έννοια στη διαχείριση αποθεμάτων και τη λογιστική, καθώς παίζει σημαντικό ρόλο στους υπολογισμούς του κόστους πωληθέντων αγαθών και στην ανάλυση της αποδοτικότητας.
Χρησιμότητα στη γλώσσα Αγγλικά: Ο όρος χρησιμοποιείται συχνά σε οικονομικά και λογιστικά κείμενα, καθώς και σε συζητήσεις σχετικά με διαχείριση αποθεμάτων σε επιχειρηματικά περιβάλλοντα.
Συχνότητα χρήσης: Χρησιμοποιείται περισσότερο σε γραπτό πλαίσιο (λογιστικά έγγραφα, αναφορές), αν και μπορεί να εμφανιστεί και στον προφορικό λόγο, κυρίως σε επιχειρηματικούς ή οικονομικούς διαλόγους.
Το αρχικό απόθεμα ήταν υψηλότερο από ότι αναμενόταν.
We need to calculate the beginning inventory to assess our financial situation.
Πρέπει να υπολογίσουμε το αρχικό απόθεμα για να αξιολογήσουμε την οικονομική μας κατάσταση.
At the end of the year, the beginning inventory will affect our profit margins.
Ο όρος "beginning inventory" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ειδικές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να εμφανίζεται σε κάποιες επαγγελματικές συνομιλίες σχετικά με την οικονομική διαχείριση. Εδώ είναι μερικές προτάσεις που το περιλαμβάνουν:
Η γνώση του αρχικού αποθέματος είναι κρίσιμη για ακριβή χρηματοοικονομική αναφορά.
We often underestimate our beginning inventory, which can lead to budgeting issues.
Συχνά υποτιμούμε το αρχικό απόθεμα μας, το οποίο μπορεί να οδηγήσει σε προβλήματα προϋπολογισμού.
A clear understanding of the beginning inventory helps in forecasting future needs.
Ο όρος "beginning" προέρχεται από τη λέξη "begin," που σημαίνει "να αρχίσεις," ενώ το "inventory" προέρχεται από τη λατινική λέξη "inventarium," που σημαίνει "κατάλογος" ή "προμήθεια."
Συνώνυμα: - Initial inventory - Opening stock
Αντώνυμα: - Ending inventory (τελικό απόθεμα) - Closing stock
Αυτές οι πληροφορίες προσφέρουν μια αναλυτική εικόνα του όρου "beginning inventory" και της χρήσης του στην αγγλική γλώσσα.