belief είναι ένα ουσιαστικό (noun).
[bɪˈlif]
Η λέξη belief αναφέρεται σε μια αποδεκτή πεποίθηση ή άποψη που έχει κάποιος, συχνά αναφορικά με θέματα ηθικής, θρησκείας ή κοινωνίας. Χρησιμοποιείται κυρίως στο γραπτό λόγο, αν και μπορεί να εμφανίζεται και στον προφορικό. Στη σύγχρονη αγγλική γλώσσα, η λέξη είναι αρκετά συχνή, χρησιμοποιούμενη σε διάφορες περιπτώσεις.
His belief in a better future motivates him to work hard.
Η πίστη του σε ένα καλύτερο μέλλον τον παρακινεί να δουλεύει σκληρά.
Many cultures have different beliefs about afterlife.
Πολλές κουλτούρες έχουν διαφορετικές πεποιθήσεις σχετικά με την μετά θάνατον ζωή.
Her strong belief in equality drives her activism.
Η ισχυρή της πεποίθηση στην ισότητα οδηγεί την ενεργητικότητά της.
Η λέξη belief χρησιμοποιείται συχνά σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:
Come to believe - να καταλήξεις να πιστεύεις.
"Over time, I have come to believe that honesty is the best policy."
Με τον καιρό, έχω καταλήξει να πιστεύω ότι η ειλικρίνεια είναι η καλύτερη πολιτική.
Believe in oneself - να πιστεύεις στον εαυτό σου.
"She struggled but eventually learned to believe in herself."
Πάλευε, αλλά τελικά έμαθε να πιστεύει στον εαυτό της.
Willing to believe - πρόθυμος να πιστέψει.
"He is willing to believe that things will get better."
Είναι πρόθυμος να πιστέψει ότι τα πράγματα θα βελτιωθούν.
Beyond belief - πέρα από κάθε πίστη (απίστευτο).
"The story was beyond belief; I couldn't wrap my head around it."
Η ιστορία ήταν πέρα από κάθε πίστη; Δεν μπορούσα να την κατανοήσω.
Belief system - σύστημα πεποιθήσεων.
"Each culture has its own belief system that guides its people."
Κάθε πολιτισμός έχει το δικό του σύστημα πεποιθήσεων που καθοδηγεί τους ανθρώπους του.
Η λέξη belief προέρχεται από την παλαιά αγγλική λέξη geleafa, που σημαίνει "πιστεύω, εμπιστοσύνη". Είναι συνδεδεμένη με τη γερμανική ρίζα lauban, που σημαίνει "πιστεύω".
Συνώνυμα: - faith (πίστη) - conviction (πεποίθηση) - trust (εμπιστοσύνη)
Αντώνυμα: - doubt (αμφιβολία) - disbelief (δυσπιστία) - mistrust (καχυποψία)