Bellboy: Ουσιαστικό
/bɛl.bɔɪ/
Bellboy αναφέρεται σε έναν υπάλληλο σε ξενοδοχείο ή παρόμοιο ίδρυμα, ο οποίος είναι υπεύθυνος για την υποδοχή των επισκεπτών και τη μεταφορά των αποσκευών τους. Χρησιμοποιείται κυρίως στο πλαίσιο της βιομηχανίας φιλοξενίας. Η χρήση του είναι πιο συχνή στον γραπτό λόγο, αλλά συναντάται και προφορικά.
The bellboy helped us with our luggage.
Ο θυρωρός μας βοήθησε με τις αποσκευές μας.
Make sure to tip the bellboy for his service.
Βεβαιώσου ότι θα δώσεις φιλοδώρημα στον θυρωρό για τις υπηρεσίες του.
The bellboy greeted us with a warm smile.
Ο θυρωρός μας χαιρέτησε με ένα ζεστό χαμόγελο.
Η λέξη "bellboy" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις. Ωστόσο, παρακάτω υπάρχουν κάποιες προτάσεις που περιλαμβάνουν τη λέξη:
Being a bellboy is not as easy as it looks.
Να είσαι θυρωρός δεν είναι όσο εύκολο φαίνεται.
I appreciate the bellboy’s dedication to his job.
Εκτιμώ την αφοσίωση του θυρωρού στη δουλειά του.
A good bellboy knows the hotel like the back of his hand.
Ένας καλός θυρωρός γνωρίζει το ξενοδοχείο σαν την παλάμη του.
Η λέξη "bellboy" προέρχεται από τη σύνθεση των λέξεων "bell", που αναφέρεται στο κουδούνι ή στο καμπανάκι που χρησιμοποιείται για την κλήση του υπαλλήλου, και "boy", που σημαίνει νεαρός ή υπηρέτης.
Συνώνυμα: - Concierge (κοντέρ) - Porter (φορέας)
Αντώνυμα: - Guest (επισκέπτης) - Customer (πελάτης)