Belly-ache: ονομασία (noun)
/ˈbɛli eɪk/
Η λέξη belly-ache αναφέρεται σε πόνο ή δυσφορία στην περιοχή της κοιλιάς. Στο αγγλικό λεξιλόγιο, χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει τον κοιλιακό πόνο που μπορεί να προκληθεί από διάφορους λόγους, όπως κακή διατροφή, στομάχι που φουσκώνει ή και ασθένειες του πεπτικού.
Η χρήση της λέξης είναι περισσότερο κοινή στον προφορικό λόγο, αν και μπορεί να συναντηθεί και σε γραπτές περιγραφές που αφορούν την υγεία.
Έχω πόνο στην κοιλιά μετά που έφαγα όλα αυτά τα γλυκά.
She complained of a belly-ache before the exam.
Παραπονέθηκε για κοιλιακό πόνο πριν από την εξέταση.
The doctor said that a belly-ache could be a sign of something serious.
Παρά το γεγονός ότι το belly-ache χρησιμοποιείται κυρίως περιγραφικά, μπορεί να εμφανιστεί σε κάποιες ιδιωματικές εκφράσεις.
Σταμάτα να παραπονιέσαι για τον πόνο στην κοιλιά και κάνε κάτι γι' αυτό!
He's always belly-aching about his problems.
Αυτός πάντα παραπονιέται για τα προβλήματά του.
Don’t belly-ache; just find a solution!
Μην παραπονιέσαι, απλώς βρες μια λύση!
The kids were belly-aching for snacks while waiting for dinner.
Τα παιδιά παραπονούνταν για σνακ ενώ περίμεναν το δείπνο.
She tends to belly-ache when she's stressed.
Αυτή συνήθως παραπονιέται όταν είναι αγχωμένη.
Are you belly-aching or do you really feel unwell?
Παραπονιέσαι ή πραγματικά νιώθεις άρρωστος;
He always finds something to belly-ache about.
Η λέξη belly-ache προέρχεται από την αγγλική γλώσσα, με το «belly» (κοιλιά) να αναφέρεται στην κοιλιακή περιοχή και το «ache» (πόνος) να δείχνει την αίσθηση του πόνου. Ουσιαστικά, είναι μια σύνθεση από δύο λέξεις που περιγράφουν ακριβώς την αίσθηση που προκαλείται στην κοιλιά.
Συνώνυμα: - Stomachache - Abdominal pain - Tummy ache
Αντώνυμα: - Comfort - Wellbeing - Ease