Η φράση "below par" λειτουργεί ως επίθετο και εκφράζει μια κατάσταση ή ποιότητα που είναι κατώτερη της προσδοκώμενης ή τυπικής.
/bɪˈloʊ pɑr/
Η φράση "below par" χρησιμοποιείται κυρίως για να υποδηλώσει μια κατάσταση που είναι κατώτερη από το αναμενόμενο, είτε σε οικονομικούς όρους (όπως στην αξία μετοχών), είτε σε άλλες περιπτώσεις αξιολόγησης απόδοσης. Η χρήση της είναι πιο συχνή σε γραπτό πλαίσιο.
Η οικονομική απόδοση της εταιρείας ήταν κάτω από το μέσο όρο αυτό το τρίμηνο.
Her scores in the exams were below par compared to her classmates.
Οι βαθμοί της στις εξετάσεις ήταν κατώτεροι σε σύγκριση με τους συμμαθητές της.
The service at the restaurant was below par, which disappointed us.
Η φράση "below par" συχνά χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις για να περιγράψει καταστάσεις που δεν πληρούν τις αναγκαίες προϋποθέσεις ή που είναι απογοητευτικές:
Νιώθω υποδεέστερος όλη την εβδομάδα.
Performance below par - Refers to performance that does not meet expectations.
Η απόδοσή του στο έργο ήταν κατώτερη.
Quality below par - Refers to goods or services that don’t meet expected standards.
Η ποιότητα του δείγματος ήταν κατώτερη.
Below par results - Refers to outcomes that are less impressive than anticipated.
Η φράση προέρχεται από τον τομέα του γκολφ, όπου "par" αναφέρεται στον αναμενόμενο αριθμό χτυπημάτων για μια τρύπα. Έτσι, "below par" σημαίνει ότι κάποιος ή κάτι απέτυχε να επιτύχει τον αναμενόμενο στόχο.
Συνώνυμα: - substandard - inferior - inadequate
Αντώνυμα: - above par - superior - exceptional