Ρήμα
/bɪˈmɒk/
Η λέξη "bemock" προέρχεται από το ρήμα "mock" και σημαίνει να κοροϊδεύεις ή να γελοιοποιείς κάτι ή κάποιον. Είναι ένας τρόπος να αναφερθείς σε μια πράξη στην οποία κάποιος αντιμετωπίζει με χλευασμό ή περιφρόνηση κάτι που θεωρεί αστείο ή ανόητο. Χρησιμοποιείται κυρίως σε γραπτό λόγο, αλλά μπορεί να εμφανίζεται και στον προφορικό κυρίως σε περιστάσεις όπου υπάρχει σαρκασμός ή ειρωνεία.
Ο κωμικός αποφάσισε να κοροϊδέψει τις τελευταίες τάσεις στη μόδα.
It's not nice to bemock someone's appearance.
Δεν είναι ωραίο να γελοιοποιείς την εμφάνιση κάποιου.
Many people bemock new ideas until they see their potential.
Η λέξη "bemock" δε χρησιμοποιείται τόσο συχνά σε καθιερωμένες ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά οι συναφείς εκφράσεις που περιλαμβάνουν το "mock" είναι αρκετές. Ορισμένες περιλαμβάνουν:
«Πάντα γελοιοποιούν τη νοημοσύνη μου όταν κάνω προτάσεις.»
Mockingbird - Referring to someone who imitates others.
«Είναι πραγματικός γελωτοποιός, πάντα κοροϊδεύει ό,τι λένε οι άλλοι.»
Mocking attitude - A demeanor characterized by disdain or ridicule.
Η λέξη "bemock" προέρχεται από το πρόθεμα "be-" που προσθέτει μια έννοια εντατικότητας ή πλήρους δράσης στο ρήμα "mock" που σημαίνει "κοροϊδεύω" ή "γελοιοποιώ". Το "mock" έχει τις ρίζες του από τη μεσαία Αγγλική λέξη "mokke", που σημαίνει "να κοροϊδεύεις."
Συνώνυμα: - Ridicule - Taunt - Deride
Αντώνυμα: - Praise - Compliment - Respect