bench clamp (ουσιαστικό)
/bɛnʧ klæmp/
Η φράση bench clamp αναφέρεται σε ένα εργαλείο που χρησιμοποιείται για την συγκράτηση ή τη στερέωση αντικειμένων (όπως ξύλο ή μέταλλο) σε έναν πάγκο εργασίας, συνήθως κατά την διάρκεια κάποιων κατασκευαστικών ή επεξεργαστικών διαδικασιών. Αυτά τα εργαλεία είναι συχνά ρυθμιζόμενα και επιτρέπουν στον χρήστη να εφαρμόσει δύναμη για να κρατήσει τα αντικείμενα σταθερά.
Η χρήση του "bench clamp" είναι συνήθως πιο κοινή σε γραπτό πλαίσιο, όπως σε τεχνικά έγγραφα, οδηγίες ή περιγραφές εργαλείων.
I used a bench clamp to hold the wood in place while I was cutting it.
Χρησιμοποίησα έναν σφιγκτήρα πάγκου για να κρατήσω το ξύλο στη θέση του ενώ το έκοβα.
The bench clamp is essential for any woodworking project.
Ο σφιγκτήρας πάγκου είναι απαραίτητος για κάθε ξυλουργικό έργο.
You can adjust the bench clamp to fit different sizes of materials.
Μπορείς να ρυθμίσεις τον σφιγκτήρα πάγκου για να ταιριάζει σε διάφορα μεγέθη υλικών.
Η φράση "bench clamp" δεν είναι άμεσα συνδεδεμένη με πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στην Αγγλική γλώσσα, ωστόσο, υπάρχουν αρκετές φράσεις που περιλαμβάνουν το "clamp" γενικά:
Μετάφραση: Ο διευθυντής αποφάσισε να περιορίσει τους υπαλλήλους που ήταν αργά.
"Clamp together"
Μετάφραση: Έπρεπε να σφιξουν τα κομμάτια μαζί για να εξασφαλίσουν μια καλή εφαρμογή.
"Under the clamp of pressure"
Η λέξη "clamp" προέρχεται από την παλιά αγγλική λέξη "clampan," που σημαίνει "να σφίγγω" ή "να κρατώ". Η λέξη "bench" προέρχεται από την παλιά γερμανική λέξη "banca", που σημαίνει "πάγκος".
Συνώνυμα: - Squeeze (σφίγγω) - Gripper (σφιγκτήρας)
Αντώνυμα: - Release (αφήνω) - Unclamp (ξεσφίγγω)
Αυτή η ανάλυση θα σας δώσει μια ολοκληρωμένη εικόνα για τη φράση "bench clamp" στην Αγγλική γλώσσα, την σημασία της και τη χρήση της στον προφορικό και γραπτό λόγο.