Bench grinder είναι φράση που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό.
/ˈbɛnʧ ˈgraɪndər/
Ο bench grinder είναι ένα εργαλείο που χρησιμοποιείται για τη λείανση και το τρίψιμο μετάλλων. Αποτελείται συνήθως από δύο τροχούς λείανσης που είναι τοποθετημένοι σε ένα σταθερό πάγκο εργασίας. Χρησιμοποιείται ευρέως σε καταστήματα μηχανουργικής και επισκευών για την επεξεργασία μετάλλων, την κοπή και τη σχηματιστική εργασία.
Η χρήση του bench grinder είναι συχνή τόσο σε γραπτό όσο και σε προφορικό λόγο. Ωστόσο, μπορεί να ακούγεται πιο συχνά σε προφορικές συζητήσεις σχετικά με την μηχανική ή τις επισκευές.
The bench grinder is essential for sharpening tools.
(Ο τραπέζιος μύλος είναι απαραίτητος για την ξύστρων των εργαλείων.)
Before starting any project, make sure your bench grinder is in good condition.
(Πριν ξεκινήσετε οποιοδήποτε έργο, βεβαιωθείτε ότι ο τραπέζιος μύλος σας είναι σε καλή κατάσταση.)
He uses the bench grinder to smooth the edges of the metal pieces.
(Χρησιμοποιεί το τραπέζιο μύλο για να λειάνει τις άκρες των μεταλλικών κομματιών.)
Ο όρος "bench grinder" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά η έννοια του μπορεί να σχετιστεί με καταστάσεις που αφορούν τη δουλειά ή τη μηχανική. Ακολουθούν μερικές εκφράσεις που μπορεί να σχετίζονται έμμεσα:
"Grind it down to size"
(Λειάνε το μέχρι να έχει το σωστό μέγεθος.)
Χρησιμοποιείται όταν απαιτείται εξειδίκευση ή προσαρμογή ενός αντικειμένου.
"The grind never stops"
(Ο αγώνας δεν σταματά ποτέ.)
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια διαρκή προσπάθεια ή εργασία.
"Back to the grind"
(Πίσω στη δουλειά.)
Χρησιμοποιείται όταν επιστρέφουμε σε μια εργασία μετά από ένα διάλειμμα.
Η φράση "bench grinder" προέρχεται από τη λέξη "bench" που σημαίνει πάγκος, και τη λέξη "grinder" που προέρχεται από το ρήμα "to grind", το οποίο σημαίνει να τρίβουμε ή να λειαίνουμε.
Συνώνυμα: - Μύλος πάγκου - Τροχός λείανσης
Αντώνυμα: - Μηχανή κοπής (cutting machine) - Πρίσμα (saw)