«Bench top» μπορεί να θεωρηθεί ως μια σύνθετη φράση που περιλαμβάνει ένα επίθετο και ένα ουσιαστικό.
/ˈbɛnʧ tɒp/
Η φράση «bench top» αναφέρεται συνήθως σε μια επίπεδη επιφάνεια που χρησιμοποιείται για εργασία, όπως σε εργαστήρια, κουζίνες ή άλλες εγκαταστάσεις. Στη γλώσσα των κατασκευών και των επιστημών, «bench top» χρησιμοποιείται για να περιγράψει καυστήρες, εργαστηριακούς πάγκους ή άλλες επιφάνειες εργασίας όπου οι δοκιμές ή οι διαδικασίες εκτελούνται.
Ο επιστήμονας τοποθέτησε όλο τον εξοπλισμό πάνω στην επιφάνεια του πάγκου για το πείραμα.
She cleaned the bench top before starting to cook.
Η φράση "bench top" δεν συναντάται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο μπορεί να εμφανιστεί σε τεχνικά συμφραζόμενα. Ορισμένες σχετικές προτάσεις μπορεί να είναι:
Η επιφάνεια του πάγκου ήταν γεμάτη από έγγραφα και εργαλεία.
He used a clean bench top to assemble the parts safely.
Χρησιμοποίησε μια καθαρή επιφάνεια πάγκου για να συναρμολογήσει τα μέρη με ασφάλεια.
The durability of the bench top is crucial for the lab’s productivity.
Η λέξη «bench» προέρχεται από την παλαιά αγγλική λέξη «benc» που σημαίνει «κάθισμα» ή «πάγκος», ενώ «top» προέρχεται από την παλαιά αγγλική λέξη «toppa» που σημαίνει «κορυφή» ή «επάνω μέρος».
Συνώνυμα: - Work surface (επιφάνεια εργασίας) - Countertop (πάγκος)
Αντώνυμα: - Ground (έδαφος) - Floor (πάτωμα)
Με αυτήν την παρουσίαση, μπορεί κάποιος να κατανοήσει τη σημασία του «bench top» τόσο σε καθημερινό όσο και σε ειδικό πλαίσιο.