Η φράση "bending tension" λειτουργεί κυρίως ως ουσιαστικό (noun) στον αγγλικό λόγο.
[bɛn.dɪŋ ˈtɛn.ʃən]
Η "bending tension" αναφέρεται στην εφελκυστική ή τεντωτική τάση που προκύπτει σε ένα υλικό όταν αυτό υφίσταται κάμψη. Αυτή η τάση δημιουργείται λόγω κάμψης και μπορεί να οδηγήσει σε παραμόρφωση ή και θραύση του υλικού αν υπερβεί τα αντοχικά του όρια. Χρησιμοποιείται κυρίως σε μηχανική και δομική ανάλυση. Η χρήση της είναι πιο συχνή σε γραπτό πλαίσιο, όπως σε επιστημονικά και τεχνικά κείμενα.
The beam is experiencing bending tension due to the applied load.
(Η δοκός υφίσταται εφελκυστική τάση λόγω του εφαρμοσμένου φορτίου.)
Engineers need to calculate the bending tension to ensure the structure's safety.
(Οι μηχανικοί πρέπει να υπολογίσουν την εφελκυστική τάση για να διασφαλίσουν την ασφάλεια της κατασκευής.)
Bending tension can lead to failure if not properly managed.
(Η εφελκυστική τάση μπορεί να οδηγήσει σε αποτυχία αν δεν διαχειριστεί σωστά.)
Η φράση "bending tension" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε γνωστές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά υπάρχουν ορισμένες τεχνικές εκφράσεις που σχετίζονται με αυτήν την έννοια.
The materials failed because they were under bending tension for too long.
(Τα υλικά απέτυχαν επειδή ήταν κάτω από εφελκυστική τάση για πολύ καιρό.)
"Bending tension tests"
(Δοκιμές εφελκυστικής τάσης)
The bending tension tests revealed the material's weaknesses.
(Οι δοκιμές εφελκυστικής τάσης αποκάλυψαν τις αδυναμίες του υλικού.)
"Resisting bending tension"
(Αντίσταση στην εφελκυστική τάση)
Η λέξη "bending" προέρχεται από το ρήμα "bend", που σημαίνει να καμπυλώνεται ή να λυγίζει, ενώ η λέξη "tension" προέρχεται από τα Λατινικά "tensio" που σημαίνει τέντωμα.
Συνώνυμα: - tensile stress (τετατική τάση) - strain (παραμόρφωση)
Αντώνυμα: - compressive stress (συμπιεστική τάση)
Αυτές οι έννοιες και λέξεις βοηθούν στην κατανόηση των μηχανικών χαρακτηριστικών και των επιδράσεων των δυνάμεων σε υλικά και κατασκευές.