Bendy είναι επίθετο.
/ˈbɛndi/
Η λέξη bendy σημαίνει ότι κάτι είναι εύκαμπτο και μπορεί να λυγίζει χωρίς να σπάει. Χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει αντικείμενα που έχουν ευέλικτη δομή, όπως σωλήνες, παιχνίδια ή διάφορα στοιχεία κατασκευής. Στη γλώσσα των Αγγλικών, η λέξη χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αλλά συχνά συναντάται πιο συχνά στη μη τυπική γλώσσα ή σε περιβάλλοντα που σχετίζονται με τη δουλειά με παιδικά αντικείμενα ή τεχνολογία.
The bendy straw is perfect for drinking smoothies.
Η λύγιστη καλαμάκι είναι τέλεια για να πίνεις smoothies.
Children love playing with bendy toys because they are fun and safe.
Τα παιδιά αγαπούν να παίζουν με λύγιστα παιχνίδια γιατί είναι διασκεδαστικά και ασφαλή.
Η λέξη bendy δεν έχει πολλές καθιερωμένες ιδιωματικές εκφράσεις. Ωστόσο, μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε κάποιες περιπτώσεις που σχετίζονται με την ευελιξία, όπως:
"He's as bendy as a gymnast."
"Είναι λύγιστός σαν γυμναστής."
"This plan is quite bendy, we can adapt it as we need."
"Αυτό το σχέδιο είναι αρκετά εύκαμπτο, μπορούμε να το προσαρμόσουμε όπως χρειαζόμαστε."
"Those bendy rules allow for more creativity."
"Αυτοί οι λύγιστοι κανόνες επιτρέπουν περισσότερη δημιουργικότητα."
Η λέξη bendy προέρχεται από την αγγλική λέξη "bend", που σημαίνει "να λυγίζει". Ο σχηματισμός του επιθέτου -y προσθέτει την έννοια της ιδιότητας σε κάτι που λυγίζει.
Συνώνυμα: - Flexible (ευέλικτος) - Pliable (εύκαμπτος) - Supple (μαλακός, εύκαμπτος)
Αντώνυμα: - Rigid (άκαμπτος) - Stiff (σφιχτός) - Inflexible (ακαμψία)