Benzene-insoluble είναι επίθετο.
Φωνητική μεταγραφή: /ˈbɛnˌziːn ɪnˈsɑːl.jə.bəl/
Η λέξη μπορεί να μεταφραστεί ως "αδιάλυτο σε βενζίνη" ή "ασυμβίβαστο με βενζόλιο".
Η λέξη benzene-insoluble χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια ουσία ή υλικό που δεν διαλύεται στο βενζόλιο, ένα κοινό οργανικό διαλύτη. Είναι πιο συχνά χρησιμοποιούμενη στον επιστημονικό και βιομηχανικό τομέα, ειδικά στη χημεία και υλικών επιστήμη.
Η χρήση της είναι συχνή σε γραπτά κείμενα, αλλά μπορεί να αναφέρεται και σε προφορικές συζητήσεις ειδικά σε τεχνικά θέματα.
Πολλοί πολυμερείς είναι αδιάλυτοι σε βενζίνη, καθιστώντας τους κατάλληλους για διάφορες χημικές εφαρμογές.
The compound was tested and confirmed to be benzene-insoluble.
Το ένωση δοκιμάστηκε και επιβεβαιώθηκε ότι είναι αδιάλυτη σε βενζίνη.
In the experiment, we measured the amount of benzene-insoluble residue left after evaporation.
Η λέξη benzene-insoluble δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις στα Αγγλικά λόγω της επιστημονικής φύσης της. Ωστόσο, μπορείτε να τη συναντήσετε σε κάποιες τεχνικές φράσεις:
Σε ένα πείραμα στο εργαστήριο, βεβαιωθείτε ότι όλες οι ουσίες που χρησιμοποιούνται είναι αδιάλυτες σε βενζίνη για να αποφευχθεί η μόλυνση.
When developing plastics, choosing a benzene-insoluble polymer is crucial for thermal resistance.
Όταν αναπτύσσετε πλαστικά, η επιλογή ενός πολυμερούς αδιάλυτου σε βενζίνη είναι κρίσιμη για τη θερμική αντοχή.
Understanding why some materials are benzene-insoluble helps in selecting the right insulation for electrical wires.
Η λέξη benzene-insoluble προέρχεται από τη λέξη benzene, που αναφέρεται στο ειδικό οργανικό μόριο C6H6, και τη λέξη insoluble, που σημαίνει μια ουσία που δεν μπορεί να διαλυθεί.
Συνώνυμα: - Acyclic-insoluble - Organic-insoluble
Αντώνυμα: - Benzene-soluble - Soluble in benzene