benzene-insoluble - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

benzene-insoluble (αγγλικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του Λόγου

Benzene-insoluble είναι επίθετο.

Φωνητική Μεταγραφή

Φωνητική μεταγραφή: /ˈbɛnˌziːn ɪnˈsɑːl.jə.bəl/

Επιλογές Μετάφρασης για Ελληνικό

Η λέξη μπορεί να μεταφραστεί ως "αδιάλυτο σε βενζίνη" ή "ασυμβίβαστο με βενζόλιο".

Σημασία της Λέξης

Η λέξη benzene-insoluble χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια ουσία ή υλικό που δεν διαλύεται στο βενζόλιο, ένα κοινό οργανικό διαλύτη. Είναι πιο συχνά χρησιμοποιούμενη στον επιστημονικό και βιομηχανικό τομέα, ειδικά στη χημεία και υλικών επιστήμη.

Η χρήση της είναι συχνή σε γραπτά κείμενα, αλλά μπορεί να αναφέρεται και σε προφορικές συζητήσεις ειδικά σε τεχνικά θέματα.

Παραδειγματικές Προτάσεις

  1. Many polymers are benzene-insoluble, making them suitable for various chemical applications.
  2. Πολλοί πολυμερείς είναι αδιάλυτοι σε βενζίνη, καθιστώντας τους κατάλληλους για διάφορες χημικές εφαρμογές.

  3. The compound was tested and confirmed to be benzene-insoluble.

  4. Το ένωση δοκιμάστηκε και επιβεβαιώθηκε ότι είναι αδιάλυτη σε βενζίνη.

  5. In the experiment, we measured the amount of benzene-insoluble residue left after evaporation.

  6. Στο πείραμα, μετρήσαμε την ποσότητα του αδιάλυτου υπολείμματος σε βενζίνη που έμεινε μετά την εξάτμιση.

Ιδιωματικές Εκφράσεις

Η λέξη benzene-insoluble δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις στα Αγγλικά λόγω της επιστημονικής φύσης της. Ωστόσο, μπορείτε να τη συναντήσετε σε κάποιες τεχνικές φράσεις:

  1. In a benchtop experiment, ensure that all substances used are benzene-insoluble to avoid contamination.
  2. Σε ένα πείραμα στο εργαστήριο, βεβαιωθείτε ότι όλες οι ουσίες που χρησιμοποιούνται είναι αδιάλυτες σε βενζίνη για να αποφευχθεί η μόλυνση.

  3. When developing plastics, choosing a benzene-insoluble polymer is crucial for thermal resistance.

  4. Όταν αναπτύσσετε πλαστικά, η επιλογή ενός πολυμερούς αδιάλυτου σε βενζίνη είναι κρίσιμη για τη θερμική αντοχή.

  5. Understanding why some materials are benzene-insoluble helps in selecting the right insulation for electrical wires.

  6. Η κατανόηση του γιατί ορισμένα υλικά είναι αδιάλυτα σε βενζίνη βοηθά στην επιλογή της σωστής μόνωσης για ηλεκτρικά καλώδια.

Ετυμολογία

Η λέξη benzene-insoluble προέρχεται από τη λέξη benzene, που αναφέρεται στο ειδικό οργανικό μόριο C6H6, και τη λέξη insoluble, που σημαίνει μια ουσία που δεν μπορεί να διαλυθεί.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Acyclic-insoluble - Organic-insoluble

Αντώνυμα: - Benzene-soluble - Soluble in benzene



25-07-2024