Η λέξη "benzenesulfonic" είναι επίθετο.
/ˌbɛn.zeɪn.sʌlˈfɒn.ɪk/
Η λέξη "benzenesulfonic" αναφέρεται σε μία κατηγορία οργανικών ενώσεων που περιέχουν ένα βενζενικό δακτύλιο συνδεδεμένο με μια σουλφονική ομάδα. Αυτές οι ενώσεις χρησιμοποιούνται συχνά στη χημεία για την παραγωγή καθαριστικών και άλλων χημικών προϊόντων.
The reaction involved benzenesulfonic acid as a catalyst.
(Η αντίδραση περιλάμβανε το βενζενσουλφονικό οξύ ως καταλύτη.)
Researchers are studying the properties of benzenesulfonic compounds.
(Οι ερευνητές μελετούν τις ιδιότητες των βενζενσουλφονικών ενώσεων.)
Benzenesulfonic derivatives are important in the synthesis of dyes.
(Τα παράγωγα βενζενσουλφονικού είναι σημαντικά στη σύνθεση χρωμάτων.)
Η λέξη "benzenesulfonic" δεν φαίνεται να χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, καθώς είναι κυρίως τεχνικός όρος. Ωστόσο, η χρήση της μπορεί να συνοδεύεται από χαρακτηριστικές φράσεις στον τομέα της χημείας:
Benzenesulfonic acid can provide a sulfonate group in organic synthesis.
(Το βενζενσουλφονικό οξύ μπορεί να παρέχει μια σουλφονική ομάδα στη οργανική σύνθεση.)
Many pharmaceuticals contain benzenesulfonic structures to enhance solubility.
(Πολλά φαρμακευτικά προϊόντα περιέχουν δομές βενζενσουλφονικού για να ενισχύσουν τη διαλυτότητα.)
The benzenesulfonic group plays a key role in the reactivity of the compound.
(Η σουλφονική ομάδα του βενζενίου παίζει κεντρικό ρόλο στη δραστικότητα της ένωσης.)
Η λέξη "benzenesulfonic" προέρχεται από τις λέξεις "benzene" (βενζόλιο) και "sulfonic" (σουλφονικό), όπου το "benzene" αναφέρεται στη χημική ένωση βενζολίου και το "sulfonic" προέρχεται από τη σουλφονική ομάδα.
Σουλφονική ένωση (sulfonic compound)
Αντώνυμα:
Η έννοια του "benzenesulfonic" δεν έχει άμεσα αντώνυμα, καθώς αφορά μια συγκεκριμένη χημική κατηγορία ενώσεων.