Ρήμα
/bɪsˈmɪr/
Η λέξη "besmear" αναφέρεται στη διαδικασία του να καλύπτεις ή να λερώσεις κάτι με έναν συγκεκριμένο τύπο ουσίας, συχνά με την έννοια ότι αυτή η ουσία είναι κολλώδης ή λεκές. Στον προφορικό και γραπτό λόγο, χρησιμοποιείται σε διάφορα συμφραζόμενα, από καθημερινές συνομιλίες μέχρι λογοτεχνικά κείμενα, αν και η χρήση της μπορεί να θεωρηθεί λιγότερο συχνή και κάπως πιο γραφική.
"Προσπάθησε να λερώσει τους τοίχους με μπογιά, αλλά κατέληξε να κάνει ένα χάος."
"The prank involved besmearing the teacher's desk with jelly."
"Η φάρσα περιλάμβανε να λερώνουν το γραφείο του δασκάλου με ζελέ."
"She didn't want to besmear her reputation with rumors."
Η λέξη "besmear" χρησιμοποιείται σπάνια σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά υπάρχουν σχετικές φράσεις που περιλαμβάνουν έννοιες του λερώματος ή της κακής φήμης. Ακολουθούν ορισμένα παραδείγματα:
(Αυτή η έκφραση αναφέρεται στην κακή φήμη κάποιου μέσω ψευδών ή υπονοούμενων.)
"Don't besmear my good name."
(Χρησιμοποιείται για να ζητήσει κάποιος να μην καταστραφεί η φήμη του.)
"He accused her of trying to besmear his professional image."
Η λέξη "besmear" προέρχεται από το κορυφαίο "smear", που σημαίνει "να λερώσεις" ή "να διασπείρεις". Η προσθήκη του προθέματος "be-" δηλώνει μια ολοκληρωμένη ενέργεια.
Συνώνυμα: - smudge - smear - tarnish
Αντώνυμα: - clean - purify - polish