Η λέξη "bias" μπορεί να μεταφραστεί στα ελληνικά ως: - προκατάληψη - μεροληψία - ανωμαλία - στρέβλωση
Η λέξη "bias" μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως: 1. Ουσιαστικό: Στην κυριολεκτική του σημασία αναφέρεται σε μια τάση ή προτίμηση που δυσκολεύει την αντικειμενική κρίση. - Παράδειγμα: "There is a bias against women in the workplace." (Υπάρχει προκατάληψη κατά των γυναικών στον εργασιακό χώρο.)
Η λέξη "bias" χρησιμοποιείται σε πολλές καταστάσεις, όπως σε κοινωνικές, πολιτικές, επιστημονικές και ψυχολογικές συζητήσεις. Μπορεί να αναφέρεται σε προσωπικές απόψεις ή σε συστηματικές προκαταλήψεις σε διάφορους τομείς όπως η δικαιοσύνη, η εκπαίδευση, και οι media.
Η λέξη "bias" είναι αρκετά συχνή, ιδιαίτερα σε κοινωνιολογικές και ψυχολογικές μελέτες, όπως και σε καθημερινές αντιπαραθέσεις σχετικά με την αμεροληψία. Η χρήση της έχει αυξηθεί σημαντικά, ειδικά στη σύγχρονη συζήτηση για τη δικαιοσύνη και τις ανισότητες.
Η λέξη "bias" χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο. Ωστόσο, οι περισσότερες αναλύσεις και συζητήσεις για το θέμα περιλαμβάνονται σε επιστημονικά άρθρα, αναφορές και δοκίμια.
"Τα ΜΜΕ συχνά εμφανίζουν πολιτική μεροληψία."
"To eliminate bias from the experiment, we need to standardize the conditions."
Η λέξη "bias" προέρχεται από το παλαιό γαλλικό "biais", που σημαίνει "προκατάληψη" ή "γωνία". Το γαλλικό "biais" προέρχεται ενδεχομένως από το λατινικό "bias", που έχει την έννοια της κλίσης ή της κατεύθυνσης. Δείχνει τη συσχέτιση με την έννοια του να έχεις μια προτίμηση προς μία κατεύθυνση, σε αντίθεση με την αντικειμενικότητα.