Ένα "biased sample" αναφέρεται σε μια ομάδα ή δείγμα που δεν αντιπροσωπεύει με ακρίβεια τον πληθυσμό από τον οποίο προέρχεται. Συνήθως, αυτό συμβαίνει όταν η επιλογή των ατόμων για το δείγμα δεν γίνεται τυχαία, οδηγώντας σε προκαταλήψεις στα αποτελέσματα των στατιστικών αναλύσεων. Η χρήση αυτού του όρου είναι συχνή σε ερευνητικά και στατιστικά συμφραζόμενα, καθώς οι ερευνητές προσπαθούν να διασφαλίσουν ότι η έρευνά τους αντικατοπτρίζει αντικειμενικά τον πληθυσμό στόχο. Ιδιαίτερα, οι παραπομπές είναι πιο συχνές στο γραπτό περιβάλλον παρά στον προφορικό λόγο.
The findings of the study were questioned due to the biased sample used.
Μέτρα της μελέτης αμφισβητήθηκαν λόγω του μεροληπτικού δείγματος που χρησιμοποιήθηκε.
Researchers need to be careful to avoid using a biased sample.
Οι ερευνητές πρέπει να είναι προσεκτικοί ώστε να αποφύγουν τη χρήση μεροληπτικού δείγματος.
A biased sample can lead to inaccurate conclusions in research.
Ένα μεροληπτικό δείγμα μπορεί να οδηγήσει σε ανακριβείς συμπεράσματα στην έρευνα.
Η φράση "biased sample" χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις που σχετίζονται με στατιστικές και ερευνητικές διαδικασίες:
Be wary of drawing conclusions from a biased sample.
Να είστε προσεκτικοί στο να βγάζετε συμπεράσματα από ένα μεροληπτικό δείγμα.
Using a biased sample can skew the results of your analysis.
Η χρήση ενός μεροληπτικού δείγματος μπορεί να παραμορφώσει τα αποτελέσματα της ανάλυσής σας.
It's crucial to recognize the limitations of a biased sample in scientific reporting.
Είναι κρίσιμο να αναγνωρίσετε τους περιορισμούς ενός μεροληπτικού δείγματος στις επιστημονικές αναφορές.
A research study based on a biased sample may not be reliable.
Μια ερευνητική μελέτη βασισμένη σε ένα μεροληπτικό δείγμα μπορεί να μην είναι αξιόπιστη.
When interpreting data, it's important to consider if the sample is biased.
Κατά την ερμηνεία των δεδομένων, είναι σημαντικό να εξετάσετε αν το δείγμα είναι μεροληπτικό.
skewed sample (αιχμηρό δείγμα)
Αντώνυμα: