Biaxial είναι επίθετο.
Biaxial: /baɪˈæk.si.əl/
Η λέξη biaxial αναφέρεται σε κάτι που έχει δύο άξονες. Συχνά χρησιμοποιείται σε επιστημονικά και μηχανολογικά πλαίσια για να περιγράψει την κίνηση ή την κατασκευή που αφορά δύο διαστάσεις. Χρησιμοποιείται πιο συχνά στο γραπτό κείμενο που σχετίζεται με τη φυσική, τη μηχανική και τα υλικά.
The biaxial stress state of the material needs to be evaluated in the design process.
Η διπλά αξονική κατάσταση τάσης του υλικού πρέπει να αξιολογηθεί στη διαδικασία σχεδίασης.
In biaxial testing, the sample is subjected to loads in two perpendicular directions.
Στη διπλά αξονική δοκιμή, το δείγμα υποβάλλεται σε φορτία σε δύο κάθετες κατευθύνσεις.
Παρόλο που η λέξη «biaxial» δεν έχει πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, υπάρχουν κάποιες χρήσεις στο πλαίσιο μηχανικής και υλικών.
Biaxial bending tests are crucial for understanding material behavior.
Οι διπλά αξονικές δοκιμές κάμψης είναι κρίσιμες για την κατανόηση της συμπεριφοράς των υλικών.
The biaxial performance of this composite is superior to others.
Η διπλά αξονική απόδοση αυτού του σύνθετου υλικού είναι ανώτερη από τις άλλες.
Engineers often analyze biaxial loading scenarios to ensure safety.
Οι μηχανικοί συχνά αναλύουν σενάρια διπλά αξονικής φόρτωσης για να διασφαλίσουν την ασφάλεια.
Η λέξη προέρχεται από τα λατινικά πρόθεμα "bi-" που σημαίνει "δύο" και "axial" που προέρχεται από την έννοια του "άξονα".
Συνώνυμα: - Dually axed - Double-axis
Αντώνυμα: - Uniaxial (μονοαξονικός) - Triaxial (τριαξονικός)