Το "bicamerist" είναι ουσιαστικό.
/bɪˈkæmərɪst/
Ο όρος "bicamerist" αναφέρεται σε ένα άτομο που υποστηρίζει ή είναι μέλος ενός διθάλαμου νομοθετικού σώματος, δηλαδή ενός σώματος που έχει δύο χωριστές επιτροπές ή "θαλάμους". Αυτή η δομή είναι συχνή σε πολλές κυβερνητικές και νομοθετικές αρχές παγκοσμίως.
Από τη σκοπιά της συχνότητας χρήσης, η λέξη χρησιμοποιείται περισσότερο σε γραπτό πλαίσιο, κυρίως σε πολιτικές και νομικές συζητήσεις, και λιγότερο στον προφορικό λόγο.
Η διθάλαμη προσέγγιση στην κυβέρνηση διασφαλίζει ότι η νομοθεσία ελέγχεται προσεκτικά.
As a bicamerist, he believes that two separate chambers can prevent rash decision-making.
Ως διθάλαμος, πιστεύει ότι δύο ξεχωριστές επιτροπές μπορούν να αποτρέψουν βιαστικές αποφάσεις.
The bicamerist model is common in many democracies around the world.
Η λέξη "bicamerist" δεν είναι ευρέως χρησιμοποιούμενη σε ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο μπορεί να χρησιμοποιείται σε κάποιες πολιτικές συζητήσεις ή αναλύσεις. Παρ' όλα αυτά, μπορεί να σχηματίσουμε προτάσεις που σχετίζονται με τη λέξη:
Το διθάλαμο σύστημα συχνά οδηγεί σε πιο ισορροπημένη νομοθεσία.
In a bicamerist legislature, both chambers must agree on the final bill.
Σε ένα διθάλαμο νομοθετικό σώμα, και οι δύο επιτροπές πρέπει να συμφωνήσουν στο τελικό νομοσχέδιο.
Critics argue that a bicamerist structure can slow down the legislative process too much.
Η λέξη "bicamerist" προέρχεται από το πρόθεμα "bi-", που σημαίνει "δύο", και τη λέξη "camera", που σημαίνει "θάλαμος" στα Λατινικά, υποδηλώνοντας την ύπαρξη δύο τμημάτων ή σωμάτων σε μια οργανωτική δομή.
Συνώνυμα: - Διθάλαμος - Διστάθμιστος
Αντώνυμα: - Μονοκάμερος - Μονοθάλαμος
Αυτές οι πληροφορίες αναδεικνύουν τη σημασία και τη χρήση της λέξης "bicamerist" σε πολιτικό και νομικό πλαίσιο.