Επίθετο
/bɪˈsɛljələr/
Η λέξη "bicellular" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που αποτελείται από δύο κύτταρα ή από δύο μέρη. Στη βιολογία, μπορεί να αναφέρεται σε οργανισμούς ή δομές που έχουν δύο κύτταρα είτε στο πλαίσιο των βιολογικών διεργασιών είτε στην ανάλυση κυτταρικών δομών.
Η χρήση της είναι πιο συχνή σε επιστημονικά ή ειδικά κείμενα παρά στη καθημερινή ομιλία.
The bicellular organism can perform complex functions.
Ο διπλοκύτταρος οργανισμός μπορεί να εκτελεί πολύπλοκες λειτουργίες.
Researchers are studying the developmental stages of bicellular life forms.
Οι ερευνητές μελετούν τα αναπτυξιακά στάδια των διπλοκύτταρων μορφών ζωής.
The plant has a bicellular structure that supports its growth.
Το φυτό έχει μια διευθυσμένη δομή που υποστηρίζει την ανάπτυξή του.
Ενώ η λέξη "bicellular" δεν είναι συχνή σε ιδιωματικές εκφράσεις, είναι σημαντική σε επιστημονικά συμφραζόμενα. Ωστόσο, μπορεί να εμφανιστεί σε συνδυασμούς που αναφέρονται σε βιολογικές διαδικασίες:
Bicellular organisms exhibit unique adaptations in their environments.
Οι διπλοκύτταροι οργανισμοί επιδεικνύουν μοναδικές προσαρμογές στο περιβάλλον τους.
In bicellular systems, cooperation between cells is essential for survival.
Στα διπλοκύτταρα συστήματα, η συνεργασία μεταξύ των κυττάρων είναι ουσιώδης για την επιβίωση.
The study of bicellular networks has important implications for biotechnology.
Η μελέτη των διπλοκύτταρων δικτύων έχει σημαντικές επιπτώσεις στη βιοτεχνολογία.
Η λέξη "bicellular" προέρχεται από το πρόθεμα "bi-" που σημαίνει "δύο" και την λέξη "cellular" που σχετίζεται με "κύτταρο". Έτσι, αναφέρεται σε οτιδήποτε που έχει σχέση με δύο κύτταρα.
Συνώνυμα - διπλοκύτταρος - δύο κυττάρων
Αντώνυμα - μονοκύτταρος (monocellular) - πολυκύτταρος (multicellular)