Η φράση "big shot" λειτουργεί ως ουσιαστικό.
/bɪg ʃɑt/
Η φράση "big shot" αναφέρεται σε ένα άτομο που είναι σημαντικό ή έχει μεγάλη επιρροή, συνήθως σε πολυάσχολα ή κοινωνικά περιβάλλοντα. Η χρήση της είναι πιο συνηθισμένη στον προφορικό λόγο, αν και μπορεί επίσης να εμφανιστεί σε γραπτά κείμενα.
"Νομίζει ότι είναι μεγάλος παίκτης στην εταιρεία."
"Don't be a big shot; we all have to work together."
"Μην είσαι μεγάλος παίκτης; Πρέπει όλοι να συνεργαστούμε."
"She often hangs out with big shots in the film industry."
Η φράση "big shot" είναι συχνά μέρος διάφορων ιδιωματικών εκφράσεων:
"Έχει αρχίσει να συμπεριφέρεται σαν μεγάλος παίκτης από τότε που προήχθη."
"You can't just come in here and act like a big shot."
"Δεν μπορείς απλά να μπεις εδώ και να συμπεριφέρεσαι ως σημαντικός άνθρωπος."
"I wasn't impressed by his big shot attitude."
"Δεν εντυπωσιάστηκα από την αλαζονεία του ως σημαντικού ανθρώπου."
"As a big shot in the industry, he gets a lot of attention."
"Ως επιφανής στη βιομηχανία, παίρνει πολλή προσοχή."
"She's used to dealing with big shots."
"Είναι συνηθισμένη να ασχολείται με σημαντικούς ανθρώπους."
"Being a big shot comes with its own set of challenges."
Η προέλευση της φράσης "big shot" είναι αβέβαιη, αλλά πιθανότατα προέρχεται από τον αμερικανικό αγωνιστικό κόσμο και την επιχειρηματική κουλτούρα του 20ού αιώνα, όπου αναφερόταν σε άτομα που είχαν τη δυνατότητα να κάνουν σημαντικές κινήσεις ή να επηρεάσουν καταστάσεις.
important person
Αντώνυμα: