Bighead: ουσιαστικό
/bɪɡhɛd/
Η λέξη bighead χρησιμοποιείται για να περιγράψει ένα άτομο που έχει υπερβολική αυτοπεποίθηση ή που είναι υπερόπτο. Συνήθως χρησιμοποιείται με ελαφρώς ταπεινωτικό τόνο. Στη γλώσσα των Αγγλικών, είναι πιο συχνά συναντήσιμη στον προφορικό λόγο και στις καθημερινές συζητήσεις παρά στο γραπτό πλαίσιο.
He has such a bighead, thinking he knows everything.
Έχει τόσο μεγάλο κεφάλι, νομίζοντας ότι ξέρει τα πάντα.
Don't be a bighead; there are others who are just as talented.
Μην είσαι μεγάλος κεφαλιού; υπάρχουν και άλλοι που είναι εξίσου ταλαντούχοι.
Because of his bighead attitude, he lost a lot of friends.
Λόγω της υπεροπτικής του στάσης, έχασε πολλούς φίλους.
Η λέξη bighead χρησιμοποιείται και σε ιδιωματικές εκφράσεις.
Don't let your bighead get in the way of your success.
Μην αφήνεις το μεγάλο σου κεφάλι να εμποδίζει την επιτυχία σου.
She has a bighead, but she still needs to improve her skills.
Έχει μεγάλο κεφάλι, αλλά πρέπει ακόμα να βελτιώσει τις ικανότητές της.
His bighead belief that he can do everything solo is misleading.
Η υπερβολική του αυτοπεποίθηση ότι μπορεί να κάνει τα πάντα μόνος του είναι παραπλανητική.
With a bighead, she often forgets to listen to others.
Με ένα μεγάλο κεφάλι, συχνά ξεχνά να ακούει τους άλλους.
Having a bighead won’t help you in team projects.
Έχοντας μεγάλο κεφάλι δεν θα σε βοηθήσει σε ομαδικά έργα.
Η λέξη bighead συνδυάζει τη λέξη "big" (μεγάλος) και "head" (κεφάλι). Η ακριβής ετυμολογία δεν είναι σαφής, αλλά υποδηλώνει μια υπερβολική αίσθηση του εαυτού, σαν να έχει το άτομο "μεγαλύτερο κεφάλι" από το κανονικό.
Αυτές οι συνωνυμίες αναδεικνύουν το σημαντικό θέμα της αυτοπεποίθησης και της ταπεινής στάσης.