bikini - ουσιαστικό
/bɪˈkiːni/
Το "bikini" αναφέρεται σε ένα είδος μαγιό για γυναίκες που συνήθως αποτελείται από δύο κομμάτια: ένα σουτιέν και ένα σλιπ. Ο όρος "bikini" χρησιμοποιείται ευρέως στα αγγλικά και συνδέεται με την παραλία και την κολύμβηση. Είναι ένα πολύ διαδεδομένο και δημοφιλές ρούχο για το καλοκαίρι, που συχνά σχετίζεται με τη μόδα και την ομορφιά. Η χρήση της λέξης είναι συνηθισμένη και σε γραπτό και σε προφορικό λόγο, ενώ οι φορές που εμφανίζεται ποικίλλουν ανάλογα με το μέσο.
"She wore a vibrant red bikini on the beach."
(Φόρεσε ένα ζωηρό κόκκινο μπικίνι στην παραλία.)
"The fashion show featured the latest bikini trends."
(Η επίδειξη μόδας παρουσίασε τις τελευταίες τάσεις του μπικίνι.)
"He bought her a stylish bikini for their vacation."
(Της αγόρασε ένα στυλάτο μπικίνι για τις διακοπές τους.)
Η λέξη "bikini" χρησιμοποιείται σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις, συχνά με χιουμοριστικό ή σατυρικό τόνο:
"Bikini season is around the corner."
(Η εποχή του μπικίνι είναι προ των πυλών.)
"She went to the gym to get her bikini body."
(Πήγε στο γυμναστήριο για να αποκτήσει το σώμα του μπικίνι της.)
"Don't forget your sunscreen for bikini days!"
(Μη ξεχάσεις την αντηλιακή σου κρέμα για τις ημέρες μπικίνι!)
"He's got a 'bikini budget' for summer fashion."
(Έχει έναν 'προϋπολογισμό μπικίνι' για τη θερινή μόδα.)
"Wearing a bikini is all about confidence."
(Το να φοράς μπικίνι είναι θέμα αυτοπεποίθησης.)
Η λέξη "bikini" προέρχεται από την ονομασία του νησιού Bikini Atoll στον Ειρηνικό, όπου δοκιμάστηκαν πυρηνικά όπλα στα τέλη της δεκαετίας του 1940. Το μαγιό εισήχθη στη μόδα το 1946 από τον σχεδιαστή μόδας Louis Réard.
Συνώνυμα: - μαγιό (swimsuit) - κολυμβητικό (swimwear)
Αντώνυμα: - πλήρες μαγιό (one-piece swimsuit) - ρούχα παραλίας (beachwear)