Bilberry: ουσιαστικό
/ˈbɪl.bər.i/
Το "bilberry" αναφέρεται σε ένα είδος μικρού σκούρου μούρου που ανήκει στο γένος Vaccinium. Είναι παρόμοιο με το βατόμουρο και συχνά θεωρείται ότι έχει θρεπτικές και θεραπευτικές ιδιότητες. Χρησιμοποιείται σε τρόφιμα, ποτά και παραδοσιακή ιατρική. Στη γλώσσα των Αγγλόφωνων, είναι πιο συχνό να βρίσκονται σε γραπτά κείμενα ή μαγειρικές αναφορές.
The bilberry pie was the highlight of the dessert menu.
(Η πίτα με μύρτιλο ήταν το αποκορύφωμα του μενού επιδορπίων.)
She foraged for bilberries in the forest during the summer.
(Το καλοκαίρι, εκείνη μάζευε μύρτιλα στο δάσος.)
Bilberry extract is known for its antioxidant properties.
(Η εξαγωγή μύρτιλου είναι γνωστή για τις αντιοξειδωτικές της ιδιότητες.)
Το "bilberry" δεν είναι συνήθως μέρος καθιερωμένων ιδιωματικών εκφράσεων στην αγγλική γλώσσα, ωστόσο, μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε συνδυασμούς για να περιγράψει θρεπτικά στοιχεία ή γαστρονομικές εμπειρίες.
She made a bilberry compote to serve with pancakes.
(Εκείνη φτιάξε μια κομπόστα μύρτιλου για να σερβίρει με τηγανίτες.)
Bilberry muffins are popular in this region.
(Οι μάφιν με μύρτιλο είναι δημοφιλείς σε αυτήν την περιοχή.)
Adding bilberry to smoothies enhances the flavor and nutrition.
(Η προσθήκη μύρτιλου σε smoothies ενισχύει τη γεύση και τη διατροφή.)
Η λέξη "bilberry" προέρχεται από το μεσαίο αγγλικό "bilberie", που σημαίνει ένα είδος μούρου. Οι ρίζες της ενδέχεται να συνδέονται με το παλαιό αγγλικό "bæl(e)" που σημαίνει "βρώσιμο μούρο".
Συνώνυμα: - Blueberry (αν και οι μύρτιλοι και οι μπορντούκες είναι διαφορετικά, συχνά χρησιμοποιούνται εναλλακτικά)
Αντώνυμα: - Δεν υπάρχουν άμεσα αντίθετα για το bilberry, καθώς αναφέρεται σε ένα συγκεκριμένο φυσικό προϊόν, ωστόσο, ένα μη βρώσιμο μούρο μπορεί να θεωρηθεί ένα "αντίθετο" στο πλαίσιο αυτής της συζήτησης.