Φράση/Ορισμός έννοιας (Legal term).
/bɪl əv kəmˈpleɪnt/
Ο όρος "bill of complaint" αναφέρεται σε ένα νομικό έγγραφο που υποβάλλεται σε δικαστήριο για να εκφράσει μια καταγγελία ή παράπονο από έναν ενάγοντα κατά ενός εναγόμενου. Αυτό το έγγραφο συνήθως αφορά αστικές υποθέσεις και περιγράφει τη φύση της καταγγελίας, τα γεγονότα που την υποστηρίζουν και τις νομικές απαιτήσεις που προκύπτουν.
Ο όρος χρησιμοποιείται κυρίως σε νομικά πλαίσια, δηλαδή σε διαδικασίες του δικαστικού συστήματος. Χρησιμοποιείται περισσότερο στο γραπτό πλαίσιο, διότι πρόκειται για νομικό έγγραφο.
Η φράση δεν είναι κοινή στον καθημερινό προφορικό λόγο, αλλά χρησιμοποιείται συχνά σε νομικά κείμενα και αναφορές.
Ο ενάγων κατέθεσε μια αίτηση παραπόνου κατά του εναγόμενου για παραβίαση της σύμβασης.
The judge reviewed the bill of complaint before scheduling a hearing.
Ο δικαστής εξέτασε την έγγραφη καταγγελία πριν προγραμματίσει την ακρόαση.
In order to proceed, the lawyer must ensure that the bill of complaint is properly drafted.
Αυτή η φράση δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να προκύψει σε αρκετές περιπτώσεις μέσα σε νομικά κείμενα:
Η αίτηση παραπόνου πρέπει να κατατεθεί εντός της προθεσμίας παραγραφής.
The defendant responded to the bill of complaint with a counterclaim.
Ο εναγόμενος αντέτεινε στην επικεφαλής καταγγελία με αντεξέταση.
An insufficient bill of complaint may result in the case being dismissed.
Η φράση "bill of complaint" προέρχεται από το παλαιό αγγλικό "bill," που σημαίνει έγγραφο ή αλληλογραφία, και το "complaint," που προέρχεται από το λατινικό "complaintem" και σημαίνει καταγγελία ή παράπονο.
Αυτή η φράση είναι ειδικά διατυπωμένη στον τομέα του δικαίου και απαιτεί προσοχή στη νομική διατύπωση και λογική.