Ουσιαστικό (noun)
/bɪˈmɛtəlɪk waɪə/
Το "bimetallic wire" αναφέρεται σε ένα καλώδιο που είναι κατασκευασμένο από δύο διαφορετικά μέταλλα. Αυτά τα καλώδια χρησιμοποιούνται συνήθως σε εφαρμογές όπου χρειάζεται να συνδυάσουν τα πλεονεκτήματα των δύο μετάλλων, όπως στην θερμοηλεκτρική ανάλυση ή σε θερμόμετρα.
Η φράση "bimetallic wire" χρησιμοποιείται συχνά σε τεχνικά και βιομηχανικά πλαίσια. Η χρήση της είναι πιο συχνή σε γραπτό λόγο παρά στον προφορικό, καθώς σχετίζεται με μηχανικές και ηλεκτρονικές έννοιες.
Το διμεταλλικό καλώδιο είναι απαραίτητο για τη μέτρηση της θερμοκρασίας σε πολλές συσκευές.
Engineers often recommend using bimetallic wire to ensure better conductivity in circuits.
Οι μηχανικοί συχνά προτείνουν τη χρήση διμεταλλικού καλωδίου για να διασφαλίσουν καλύτερη αγωγιμότητα σε κυκλώματα.
The principle behind the operation of a thermostat is based on bimetallic wire.
Η φράση "bimetallic wire" δεν έχει πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στην Αγγλική γλώσσα, κυρίως λόγω της τεχνικής φύσης της. Ωστόσο, μπορεί να αναλυθεί στο πλαίσιο της τεχνικής γλώσσας και εφαρμογών.
Ο θερμοστάτης χρησιμοποιεί διμεταλλικό καλώδιο για τον έλεγχο των κύκλων θέρμανσης και ψύξης.
In certain applications, bimetallic wire can significantly improve the accuracy of temperature readings.
Σε ορισμένες εφαρμογές, το διμεταλλικό καλώδιο μπορεί να βελτιώσει σημαντικά την ακρίβεια των μετρήσεων θερμοκρασίας.
Many modern devices rely on bimetallic wire for effective performance.
Η λέξη "bimetallic" προέρχεται από το "bi-" που σημαίνει "δύο" και το "metallic," το οποίο προέρχεται από το "metal" (μέταλλο). Συνδυάζει τα δύο αυτά στοιχεία για να περιγράψει ένα υλικό που περιέχει δύο διαφορετικά μέταλλα.
Συνώνυμα: - Composite wire (σύνθετο καλώδιο) - Dual metal wire (διμεταλλικό καλώδιο)
Αντώνυμα: - Monometallic wire (μονομεταλλικό καλώδιο) - Single metal wire (μονομεταλλικό καλώδιο)