Το "binding clamp" είναι ένα ουσιαστικό σύνθετο.
/bɪndɪŋ klæmp/
Η φράση "binding clamp" αναφέρεται σε έναν μηχανισμό ή εργαλείο που χρησιμοποιείται για να συγκρατήσει ή να δέσει αντικείμενα μαζί. Συνήθως χρησιμοποιείται σε εργασίες που απαιτούν σταθερότητα και ασφάλεια, όπως στη βιβλιοδεσία, την ξυλουργική ή άλλες κατασκευαστικές διαδικασίες.
Η φράση χρησιμοποιείται συχνά σε τεχνικά ή κατασκευαστικά συμφραζόμενα. Η συχνότητα χρήσης της είναι μικρή, σε σύγκριση με καθημερινές λέξεις, αλλά είναι σχετική σε συγκεκριμένα πεδία.
Χρησιμοποιείται περισσότερο στο γραπτό πλαίσιο, όπως σε τεχνικά εγχειρίδια, οδηγίες ή περιγραφές προϊόντων.
Ο ξυλουργός χρησιμοποίησε ένα σφιγκτήρα δέσμευσης για να κρατήσει τα κομμάτια ξύλου μαζί ενώ το κόλλυμα στέγνωσε.
I need a binding clamp to keep these documents organized.
Χρειάζομαι έναν σφιγκτήρα δέσμευσης για να κρατήσω αυτά τα έγγραφα οργανωμένα.
The binding clamp ensures that the pages of the book are securely fastened.
Η φράση "binding clamp" δεν είναι ιδιαίτερα συνηθισμένη σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να παρατηρηθούν εκφράσεις που σχετίζονται με τη δέσμευση ή τη συγκέντρωση. Ορισμένες πιθανές προτάσεις περιλαμβάνουν:
Πρέπει να έχετε έναν σφιγκτήρα δέσμευσης στο εργαλείο σας για αυτά τα περίπλοκα έργα.
A binding clamp is essential when making repairs that involve multiple components.
Ένας σφιγκτήρας δέσμευσης είναι αναγκαίος κατά την εκτέλεση επισκευών που περιλαμβάνουν πολλαπλά συστατικά.
The new design incorporates a binding clamp mechanism for better stability.
Η λέξη "binding" προέρχεται από το ρήμα "bind", που σημαίνει "δέσιμο" ή "συγκράτηση". Η λέξη "clamp" προέρχεται από την παλαιά Αγγλική λέξη "clamm", που σημαίνει "σφίξιμο" ή "συγκράτηση".
Συνώνυμα: - Fastener - Squeeze clamp
Αντώνυμα: - Loosening device - Unfastener