Η φράση "binding energy" είναι ουσιαστικό σύνθετο.
/bɪndɪŋ ˈɛnədʒi/
Η "binding energy" αναφέρεται στην ενέργεια που απαιτείται για να διασπαστεί ένα σύστημα σε δύο ή περισσότερα μέρη. Στον τομέα της φυσικής, χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει την ενέργεια που απαιτείται για να διασπαστεί ένας πυρήνας σε επιμέρους πρωτόνια και νετρόνια ή για να διασπαστούν τα ηλεκτρόνια από ένα άτομο. Η χρήση της φράσης είναι συχνότερη σε γραπτά κείμενα που σχετίζονται με τη φυσική και τη χημεία, αν και μπορεί να εμφανίζεται και σε προφορικές συζητήσεις στον τομέα των επιστημών.
Η ενεργειακή δέσμευση ενός πυρήνα υδρογόνου είναι σχετικά χαμηλή.
Scientists measure the binding energy to understand atomic stability.
Η φράση "binding energy" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά η έννοιά της είναι κεντρική σε πολλές επιστημονικές αναφορές και προτάσεις.
Η ενεργειακή δέσμευση που εμπλέκεται είναι κρίσιμη για τις πυρηνικές αντιδράσεις.
In a chemical reaction, the binding energy changes as new bonds form.
Σε μια χημική αντίδραση, η ενεργειακή δέσμευση αλλάζει καθώς σχηματίζονται νέες ενώσεις.
Understanding binding energy can help in the development of new materials.
Η φράση "binding energy" προέρχεται από την αγγλική λέξη "bind" (δένομαι, συνδέομαι), που προέρχεται από τη μέση αγγλική "binden", και τη λέξη "energy", που έχει ελληνικές ρίζες μέσω της λατινικής "energia".
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια ολοκληρωμένη εικόνα για το "binding energy" και τη χρήση της στη γλώσσα Αγγλικά.