Binding metal είναι όρος που αναφέρεται σε ουσία και μπορεί να θεωρηθεί ως σύνθετο ουσιαστικό.
/bɪndɪŋ ˈmɛtəl/
Ο όρος binding metal αναφέρεται σε οποιοδήποτε μέταλλο που χρησιμοποιείται για τη σύνδεση ή τη δέσμευση άλλων υλικών, όσον αφορά τη βιομηχανία ή την κατασκευή. Τα binding metals είναι σημαντικά σε πολλές διαδικασίες, συμπεριλαμβανομένης της συγκόλλησης, όπου παίζουν ρόλο στην ενδυνάμωση και τη σταθερότητα των κατασκευών.
Στη γλώσσα των Αγγλικών, η χρήση του όρου είναι πιο συχνή σε γραπτά κείμενα, όπως τεχνικές οδηγίες ή επιστημονικές μελέτες, παρά στον προφορικό λόγο.
The technician applied the binding metal to secure the components together.
Ο τεχνικός χρησιμοποίησε το μεταλλικό δεσμευτικό για να ασφαλίσει τα κομμάτια μαζί.
Using the right binding metal is crucial for achieving a strong joint.
Η χρήση του σωστού μεταλλικού δεσμευτικού είναι κρίσιμη για την επίτευξη μιας ισχυρής σύνδεσης.
Ο όρος binding metal δεν είναι κοινός στις ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να συνδυαστεί με άλλες φράσεις αν αναφερόμαστε στη διαδικασία της σύνδεσης ή ενίσχυσης:
Stronger than binding metal:
Their friendship is stronger than binding metal.
Η φιλία τους είναι ισχυρότερη από το μεταλλικό δεσμευτικό.
To bind like metal:
The two parts bind like metal when heated.
Τα δύο μέρη συνδέονται σαν μέταλλο όταν θερμανθούν.
As tough as binding metal:
She is as tough as binding metal when it comes to negotiations.
Είναι τόσο σκληρή όσο το μεταλλικό δεσμευτικό όταν πρόκειται για διαπραγματεύσεις.
Ο όρος binding προέρχεται από το ρήμα "bind", που σημαίνει να συνδέεις ή να προσδένεσαι. Η λέξη metal προέρχεται από την αρχαία ελληνική λέξη "μέταλλον" (metallon), που σημαίνει "μέταλλο" ή "ορυχείο".
Συνώνυμα:
- Connecting metal
- Joining metal
Αντώνυμα:
- Dividing agent
- Separating material