Biocatalyst είναι ουσιαστικό.
/ˌbaɪ.oʊˈkæt.ə.lɪst/
Ο biocatalyst είναι μια ουσία, συχνά ένζυμο, που επιταχύνει μια βιοχημική αντίδραση χωρίς να υποστεί μόνιμες αλλαγές. Χρησιμοποιείται κυρίως στη βιοχημεία και την βιομηχανία για την παραγωγή προϊόντων, όπως φάρμακα και βιοκαύσιμα. Οι βιοκαταλύτες είναι πιο αποτελεσματικοί και πιο φιλικοί προς το περιβάλλον σε σύγκριση με τις χημικές καταλύτες.
Η χρήση των βιοκαταλυτών έχει αυξηθεί σημαντικά στις τελευταίες δεκαετίες, κυρίως στη βιομηχανία, λόγω των χαμηλότερων περιβαλλοντικών επιπτώσεων και της ικανότητάς τους να λειτουργούν σε ήπιες συνθήκες (π.χ. θερμοκρασία και πίεση).
Η χρήση ενός βιοκαταλύτη μπορεί να μειώσει σημαντικά την ενέργεια που απαιτείται για την αντίδραση.
Researchers are developing new biocatalysts to improve the efficiency of biofuel production.
Οι ερευνητές αναπτύσσουν νέους βιοκαταλύτες για να βελτιώσουν την αποδοτικότητα της παραγωγής βιοκαυσίμων.
Biocatalysts are crucial in many industrial processes that involve complex organic reactions.
Ο όρος "biocatalyst" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά η έννοια συνδέεται συχνά με την ανάπτυξη μεθόδων και διαδικασιών.
"Αυτό το έργο λειτουργεί ως βιοκαταλύτης για καινοτομία στις βιώσιμες τεχνολογίες."
"We need a biocatalyst to expedite our research in renewable resources."
"Χρειαζόμαστε έναν βιοκαταλύτη για να επιταχύνουμε την έρευνά μας στους ανανεώσιμους πόρους."
"Incorporating biocatalysts into the process can serve as a catalyst for change in manufacturing."
Η λέξη biocatalyst προέρχεται από τη σύνθεση δύο λέξεων: "bio-" που σημαίνει "ζωή" και "catalyst" που προέρχεται από το ελληνικό "καταλύτης", σημαίνοντας αυτόν που επιταχύνει μια χημική αντίδραση.
Συνώνυμα: - Enzyme (ένζυμο) - Catalyst (καταλύτης)
Αντώνυμα: - Inhibitor (αναστολέας)
Αυτές οι πληροφορίες εμπεδώνουν τη σημασία και τη χρήση της λέξης "biocatalyst" εντός του επιστημονικού και βιομηχανικού πεδίου.