Bioeffluents - Ουσιαστικό (Noun)
/bioʊˈɛf.lu.ənts/
Η λέξη bioeffluents αναφέρεται σε φυσικά προϊόντα ή εκχυλίσματα που προέρχονται από βιολογικούς ή βιομηχανικούς διεργασίες. Συνήθως χρησιμοποιείται σε επιστημονικά ή τεχνικά κείμενα σχετικά με τη βιομηχανία και την περιβαλλοντική επιστήμη. Οι βιοπαραγωγές μπορεί να περιλαμβάνουν αέρια, υγρά ή στερεά κατάλοιπα που προκύπτουν από τις διαδικασίες βιολογικής αποσύνθεσης ή παραγωγής.
Η χρήση της λέξης bioeffluents είναι πιο συχνή σε γραπτά κείμενα, επιστημονικές μελέτες και βιομηχανικές αναφορές παρά στον προφορικό λόγο.
Η μελέτη εξέτασε τις επιδράσεις των βιοπαραγωγών στην τοπική ποιότητα του αέρα.
Researchers are developing methods to capture and utilize bioeffluents from agricultural processes.
Η λέξη bioeffluents δεν χρησιμοποιείται συνήθως σε ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο μπορεί να ενσωματωθεί σε σχετικές φράσεις. Ακολουθούν μερικές προτάσεις:
Η ανάλυση των βιοπαραγωγών είναι κρίσιμη για την κατανόηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων.
The management of bioeffluents can lead to more sustainable farming practices.
Η διαχείριση των βιοπαραγωγών μπορεί να οδηγήσει σε πιο βιώσιμες γεωργικές πρακτικές.
Innovative technologies are emerging to treat bioeffluents safely.
Η λέξη bioeffluents προέρχεται από τον συνδυασμό του προθήματος "bio-", που σχετίζεται με τη ζωή ή τη βιολογία, και της λέξης "effluent", η οποία προέρχεται από τα Λατινικά "effluere", που σημαίνει "ρέω από".
Συνώνυμα: - Biowaste - Organic waste
Αντώνυμα: - Clean effluent - Purified discharge