Η λέξη "biological" είναι επίθετο.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "biological" κατά το διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA) είναι /ˌbaɪəˈlɒdʒɪkəl/.
Η λέξη "biological" αναφέρεται σε οτιδήποτε σχετίζεται με τη ζωή ή τους ζωντανούς οργανισμούς. Χρησιμοποιείται συχνά σε επιστημονικά περιβάλλοντα, όπως η βιολογία, η ιατρική και οι επιστήμες της ζωής. Αν και χρησιμοποιείται και στον προφορικό λόγο, η συχνότητά της είναι πιο υψηλή στο γραπτό πλαίσιο, ιδιαίτερα σε ακαδημαϊκά και επιστημονικά κείμενα.
Παραδείγματα προτάσεων: - The biological processes of plants are essential for the ecosystem. - Οι βιολογικές διεργασίες των φυτών είναι απαραίτητες για το οικοσύστημα.
Πολλοί βιολογικοί παράγοντες συμβάλλουν στην υγεία ενός ατόμου.
She is studying biological sciences at university.
Η λέξη "biological" χρησιμοποιείται σπάνια σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να βρει εφαρμογή σε πιο επιστημονικές ή τεχνικές φράσεις. Εδώ είναι μερικές παραδείγματα:
Βιολογικός ρολόι: Αναφέρεται στους φυσικούς μηχανισμούς χρονισμού των συστημάτων του σώματος.
Biological warfare: A form of warfare that uses biological toxins or infectious agents on a large scale.
Βιολογικός πόλεμος: Μια μορφή πολέμου που χρησιμοποιεί βιολογικές τοξίνες ή μολυσματικούς παράγοντες σε μεγάλη κλίμακα.
Biological diversity: The variety of life on Earth, in all its forms.
Η λέξη "biological" προέρχεται από την ελληνική λέξη "βίος" (bios), που σημαίνει "ζωή", και το ελληνικό "λόγος" (logos), που σημαίνει "λόγος" ή "επιστήμη". Συνδυάζονται για να σχηματίσουν τον όρο που αναφέρεται στην επιστήμη της ζωής.
Συνώνυμα: - Living - Organic - Natural
Αντώνυμα: - Artificial - Synthetic - Nonbiological