Το "black laurel" είναι μια φράση που λειτουργεί ως ουσιαστικό, αναφερόμενη σε συγκεκριμένο είδος φυτού.
/bræk ˈlɔːrəl/
Η φράση "black laurel" αναφέρεται κυρίως σε διάφορα είδη δάφνης που έχουν σκούρο πράσινο ή μαύρο φύλλωμα. Η δάφνη συνήθως συνδέεται με την ελληνική μυθολογία και έχει χρησιμοποιηθεί παραδοσιακά για την παραγωγή ελαίου και αρωμάτων.
Είναι σχετικά πιο σπάνια στη χρήση και μπορεί να συναντηθεί κυρίως σε κείμενα που αναφέρονται στη βοτανική ή φαρμακολογία. Χρησιμοποιείται περισσότερο στο γραπτό πλαίσιο.
Η μαύρη δάφνη αναπτύσσεται άφθονα στην περιοχή της Μεσογείου.
She used black laurel leaves for her herbal remedies.
Η φράση "black laurel" δεν είναι συχνά μέρος ποιητικών ή ιδιωματικών εκφράσεων στην αγγλική γλώσσα. Ωστόσο, μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε πιο περιγραφικές φράσεις.
Η μυρωδιά των ανθοφόρων μαύρων δαφνών γέμισε τον αέρα κατά τη διάρκεια της βραδιάς.
In the garden, the black laurel stands out for its unique color.
Η λέξη "laurel" προέρχεται από τη λατινική λέξη "laurus", που σημαίνει δάφνη. Το "black" αναφέρεται στο χρώμα των φύλλων ή των αγριολούλουδων των συγκεκριμένων ειδών δάφνης.
Συνώνυμα: - Daphnia - Laurel
Αντώνυμα: - White laurel (άσπρη δάφνη) - Green laurel (πράσινη δάφνη)
Αυτές οι πληροφορίες προσφέρουν μια συνολική εικόνα για τη φράση "black laurel".