black pepper: ονομαστική φράση
/blæk ˈpɛpər/
Το "black pepper" αναφέρεται στους αποξηραμένους καρπούς του φυτού Piper nigrum, οι οποίοι χρησιμοποιούνται ως μπαχαρικό για να προσθέσουν γεύση σε φαγητά. Είναι γνωστό για την καυτερή του γεύση και την αρωματική του ικανότητα. Χρησιμοποιείται ευρέως στη μαγειρική, τόσο σε συνταγές όσο και σε καρυκεύματα. Οι συχνότητες χρήσης του παρατηρούνται τόσο στον προφορικό όσο και στο γραπτό λόγο, αν και κυρίως στον γραπτό λόγω της μαγειρικής και γαστρονομικής βιβλιογραφίας.
Συνήθως προσθέτω μαύρο πιπέρι στα ζυμαρικά μου για επιπλέον γεύση.
Black pepper is a common seasoning found in many cuisines.
Το "black pepper" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις. Ορισμένες από αυτές περιλαμβάνουν:
Πρόσθεσε λίγο μαύρο πιπέρι για να ζωντανέψεις τα πράγματα.
"He was feeling a bit bland until someone suggested black pepper."
Ένιωθε λίγο άχρωμος μέχρι που κάποιος πρότεινε μαύρο πιπέρι.
"Don't forget the black pepper; it really brings out the flavor."
Μην ξεχάσεις το μαύρο πιπέρι· πραγματικά αναδεικνύει τη γεύση.
"She added black pepper to her soup to give it a kick."
Η λέξη "pepper" προέρχεται από τη λατινική λέξη "piper" και τη ελληνική λέξη "πίπερι" (piperi), οι οποίες αναφέρονται στο καρπό του φυτού αυτού. Ο χαρακτηρισμός "black" αναφέρεται στο χρώμα των αποξηραμένων καρπών.
Συνώνυμα: - pepper (γενικά) - spice (μπαχαρικό)
Αντώνυμα: - sweet spice (γλυκά μπαχαρικά) όπως η κανέλα ή η βανίλια.
Αυτή είναι μια συνοπτική παρουσίαση της λέξης "black pepper", που περιλαμβάνει όλες τις ζητούμενες πληροφορίες.