Φράση: "blank diskette"
Μέρος του λόγου: Ουσιαστικό
Φωνητική μεταγραφή: /blæŋk dɪsˈkɛt/
Η φράση "blank diskette" αναφέρεται σε μια δισκέτα που δεν περιέχει κανένα αποθηκευμένο δεδομένο. Οι δισκέτες είναι παλαιότερη τεχνολογία για αποθήκευση δεδομένων και, αν και σπάνια χρησιμοποιούνται σήμερα, η έννοια της κενής δισκέτας παραμένει. Στη σύγχρονη γλώσσα, συχνά γίνεται αναφορά σε "blank diskette" για να περιγράψει κάποιον χώρο που είναι διαθέσιμος για νέα δεδομένα.
Η φράση χρησιμοποιείται κυρίως σε προφορικό και γραπτό πλαίσιο που σχετίζεται με την τεχνολογία υπολογιστών, κυρίως σε εκπαιδευτικά ή ιστορικά κείμενα. Επειδή οι δισκέτες δεν είναι συνηθισμένες σήμερα, η χρήση της φράσης είναι περιορισμένη.
The programmer saved her work on a blank diskette.
Η προγραμματίστρια αποθήκευσε τη δουλειά της σε μια κενή δισκέτα.
You need a blank diskette to transfer the files.
Χρειάζεσαι μια κενή δισκέτα για να μεταφέρεις τα αρχεία.
He found an old blank diskette in the drawer.
Βρήκε μια παλιά κενή δισκέτα στο συρτάρι.
Η φράση "blank diskette" δεν είναι κοινά συνδεδεμένη με πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί συμβολικά για να υποδηλώσει την έννοια του κενού ή της ανεξερεύνητης δυνατότητας. Παρ’ όλα αυτά, παρακάτω είναι μερικές παραδείγματα χρήσης:
Starting a new project is like writing on a blank diskette.
Η αρχή ενός νέου έργου είναι σαν να γράφεις σε μια κενή δισκέτα.
She felt like a blank diskette, ready to record new memories.
Ένιωθε σαν μια κενή δισκέτα, έτοιμη να καταγράψει νέες αναμνήσεις.
His mind was as empty as a blank diskette before the exam.
Το μυαλό του ήταν τόσο άδειο όσο μια κενή δισκέτα πριν από την εξέταση.
Η λέξη "diskette" προέρχεται από τη λέξη "disk", που σημαίνει δίσκος, και το επίθημα "-ette", το οποίο χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει κάτι μικρότερο. Χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά γύρω στα 1970 για να περιγράψει μικρές δισκέτες που χρησιμοποιήθηκαν στα συστήματα υπολογιστών.
Συνώνυμα: - floppy disk - data disk
Αντώνυμα: - formatted diskette (δισκέτα που έχει μορφοποιηθεί) - used diskette (χρησιμοποιημένη δισκέτα)