Substantive (ουσιαστικό)
/ˈblæŋ.kɪt/
Η λέξη "blanket" αναφέρεται γενικά σε ένα είδος ύφασμα που μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να παρέχει θερμότητα, συνήθως όταν κοιμάστε ή κάθεστε. Χρησιμοποιείται επίσης μεταφορικά για να περιγράψει κάτι που καλύπτει ή περιλαμβάνει κάτι πλήρως.
Η χρήση της είναι συχνή και στο προφορικό και στο γραπτό πλαίσιο, αλλά μπορεί να είναι πιο διαδεδομένη στις καθημερινές συνομιλίες και τη λογοτεχνία.
Αυτή τύλιξε τον εαυτό της σε μια ζεστή κουβέρτα.
The blanket of snow covered the entire landscape.
Η κουβέρτα από χιόνι κάλυψε όλη την τοπιογραφία.
We decided to bring a blanket for the picnic.
Η λέξη "blanket" χρησιμοποιείται επίσης σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις:
Αυτή είναι μια γενική δήλωση που δεν λαμβάνει υπόψη τις ατομικές περιπτώσεις.
Blanket coverage
Ο τηλεοπτικός σταθμός παρείχε πλήρη κάλυψη της εκδήλωσης.
Blanket ban
Η πόλη έχει επιβάλει πλήρη απαγόρευση του καπνίσματος σε εξωτερικούς χώρους.
Blanket policy
Η εταιρεία μας έχει μια γενική πολιτική που ισχύει για όλους τους υπαλλήλους.
Under a blanket of
Η λέξη "blanket" έχει τις ρίζες της στον Μέσα αγγλικά όρο "blanket", που προέρχεται από το παλαιά γαλλικό "blanquette", το οποίο σημαίνει "λευκό ύφασμα". Η έννοια της λέξης έχει διατηρηθεί για αιώνες και συνδέεται με την κάλυψη και την προστασία.
Αυτή η ανάλυση της λέξης "blanket" περιλαμβάνει τις διάφορες πτυχές της χρήσης και των σημασιών της στα Αγγλικά.