Ουσιαστικό
/bˈlæstəˌleɪʃən/
Η «blastulation» αναφέρεται στη διαδικασία του σχηματισμού του βλαστοκύστης (blastocyst) κατά την ανάπτυξη ενός ζώντος οργανισμού. Αυτή η φάση συμβαίνει μετά τη γαμετογένεση και τη ζυγωτογένεση, συνήθως κατά τη διάρκεια των αρχικών σταδίων της εμβρυϊκής ανάπτυξης.
Η λέξη χρησιμοποιείται κυρίως σε επιστημονικά συμφραζόμενα, όπως βιολογία και ιατρική. Είναι πιο κοινή στο γραπτό λόγο σε ακαδημαϊκά και ερευνητικά κείμενα.
Η διαδικασία της βλαστοποίησης είναι κρίσιμη για την εμβρυϊκή ανάπτυξη στα θηλαστικά.
Scientists study blastulation to understand how stem cells differentiate.
Η λέξη «blastulation» δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις, καθώς σχετίζεται κυρίως με μία τεχνική/επιστημονική έννοια. Ωστόσο, μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε πιο εξειδικευμένα προτάγματα ή σε σχόλια σχετικά με τη βιολογία και την ιατρική.
Οι ερευνητές κάνουν πρόοδο στην κατανόηση της διαδικασίας βλαστοποίησης για να ενισχύσουν τις αναπαραγωγικές τεχνολογίες.
Proper blastulation is essential for successful implantation in reproductive biology.
Η λέξη προέρχεται από τα λατινικά «blastus», που σημαίνει «πολτός» ή «αναπτυσσόμενο κύτταρο», συν το ελληνικό «-ation», που καταδεικνύει τη διαδικασία ή την πράξη.
Συνώνυμα: - Embryogenesis - Blastocyst formation
Αντώνυμα: - Differentiation (σε ορισμένα συμφραζόμενα, διότι αναφέρεται στην ανάπτυξη και διαφοροποίηση μετά την βλαστοποίηση)
Η «blastulation» είναι μια εξειδικευμένη επιστημονική λέξη που αναφέρεται σε μια κρίσιμη φάση της εμβρυϊκής ανάπτυξης. Χρησιμοποιείται κυρίως σε ακαδημαϊκά και ερευνητικά κείμενα και είναι σημαντική για τη βιολογία και την ιατρική.